Σύντομη εισαγωγή στην ποίηση και την ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου
Του Ανδρέα Φουσκαρίνη
«΄Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»[1]
Αρχίζω, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, με αυτά τα λίγα λόγια του ποιητή την αποψινή μου παρουσίαση, από την τρίτη του ποιητική συλλογή, «Τα Αντικλείδια», αφού ακριβώς αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε σήμερα στο λιγοστό χρόνο, που έχουμε στη διάθεσή μας, να βρούμε δηλαδή μερικά αντικλείδια της ποίησής του, ώστε να την προσλάβουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Δυο λόγια, όμως, πρώτα για τον ίδιο τον ποιητή θα ήταν απαραίτητα, αφού η γνώση του ανθρώπου μπορεί να κάνει ευκολότερη και την πρόσληψη του έργου. Κατά το δυνατόν, βέβαια.
Επιτρέψτε μου, όμως, ν’ ανοίξω μια παρένθεση πρώτα. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω, αν και πρέπει να σας είναι ήδη γνωστό, ότι η πρώτη δημόσια παρουσίαση του Γιώργη Παυλόπουλου στο νομό μας και αλλού, από όσο μπορώ να ξέρω, έγινε σ’ αυτήν εδώ την πόλη, τα Λεχαινά, σε εκδήλωση της «Μορφωτικής ΄Ένωσης» και του περιοδικού «Διάλογος» στα 1979.[2] Εδώ, λοιπόν, ακούστηκε για πρώτη φορά δημόσια ο προφορικός και ο ποιητικός λόγος του ποιητή για να συνεχίσει αργότερα σε άλλες πόλεις του νομού, της χώρας και του εξωτερικού.
Και τώρα κάτι πιο προσωπικό. Δεν είναι η πρώτη φορά, που ασχολούμαι δημοσίως με την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου. ΄Όμως, κάθε φορά που μου ανατίθεται ο σχολιασμός και η παρουσίαση του έργου του στο κοινό, νιώθω, ιδιαίτερα όταν ο ποιητής είναι παρών, όπως τώρα καλή ώρα, και γνωρίζοντας πολύ καλά την αυστηρότητα της κρίσης του και τη βαθιά γνώση των ποιητικών πραγμάτων, που τον διακρίνει, νιώθω, λοιπόν, σαν να είναι η πρώτη φορά, σαν πρωτόμαθος μαθητής που ετοιμάζεται να μιλήσει για κάποιο δάσκαλό του και διστάζει. ΄Όχι, βέβαια, από αδυναμία, αλλά, ίσως, από κάποιον ενδόμυχο φόβο, μήπως και αποτύχει ολοσχερώς η προσπάθεια. ΄Ένας φόβος που σου λύνει τα γόνατα και σε οδηγεί σε αμηχανία. Θα το ξεπεράσω, όμως, γι’ αυτό και κλείνει και η παρένθεση.
Αν, κυρίες και κύριοι, το μέγιστο μέλημα ενός ποιητή είναι η γλώσσα , που χρησιμοποιεί στο γράψιμο των έργων του κι αν την ποιητική του αξία, ως ένα βαθμό, βέβαια, την καθορίζει αυτή, τότε μπορώ να σας δηλώσω με απόλυτη βεβαιότητα, ότι σήμερα έχουμε την τιμή και την τύχη να βρίσκεται μαζί μας ένας απ’ τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, ο Γιώργης Παυλόπουλος. Αν θα θέλαμε ν’ αναζητήσουμε στην ποίηση, που γράφει και δημοσιεύει, ένα πρώτο και μεγάλο προτέρημα, αυτό θα το βρίσκαμε αμέσως στην τέλεια γνώση και επιτυχημένη χρήση του γλωσσικού του οργάνου. Η γλώσσα του ακουμπάει γερά σε μια παράδοση, που, ξεκινώντας απ’ τον Σολωμό και το Δημοτικό Τραγούδι, καταλήγει στον Μακρυγιάννη και τον Σεφέρη και μέσω αυτών στη δημιουργία ενός στιβαρού, προσωπικού γλωσσικού ιδιώματος. Είναι μια γλώσσα «ρωμαλέα, πυκνή και σωστή», κατά τον Μανόλη Ανδρόνικο[3], χωρίς ψιμύθια και γλωσσικούς κορδακισμούς, κατά τον Σεφέρη[4], «σπάνιας δραστικότητας και ευκρίνειας», κατά τον Σπύρο Τσακνιά.[5].
Η λέξη, επιλεγμένη πάντα με προσοχή, με γνώση και με ευαισθησία μέσα από τα ανεξάντλητα γλωσσικά κοιτάσματα της δημοτικής και της λόγιας παράδοσης, φορτισμένη πάντα με την αναγκαία αίσθηση και με το απαραίτητο νόημα, συντείνει στην ολοκλήρωση της αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας κάθε στίχου, κάθε εικόνας, κάθε ποιήματος εν τέλει, χωρίς βέβαια κάποια απ’ αυτές τις λέξεις, σύμφωνα και με την παρατήρηση του Γιάννη Δάλλα[6], να αποτελεί απαραίτητα το αισθητικό ή νοηματικό κέντρο του ποιήματος. Στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, ποίηση καθαρά εικονιστική και, ως ένα σημείο, βιωματική, δεν υπάρχει λεκτικό θεματικό κέντρο. Επίσης, η γλωσσική του επάρκεια και η χρήση της κυριολεξίας με την αυστηρή επιλογή της λέξης, ως προς τη σημασία της, όπου χρειάζεται βέβαια, χωρίς ταυτόχρονα να αποκλείεται και η μεταφορά, όπου, επίσης, είναι απαραίτητη, τον οδηγεί σε αυστηρή συμπύκνωση του στίχου και του νοήματος, στην απόρριψη, μετά από εξαντλητική επεξεργασία, κάθε περιττού γλωσσικού ή αισθητικού στοιχείου, στη δημιουργία, τέλος, ενός λόγου πυκνού, περιεκτικού, σύντομου σχετικά, λιτού και επιγραμματικού και, φυσικά, καίρια δραστικού.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στα 1924, όπου και διαμένει ανελλιπώς από το 1951 μέχρι και τον θάνατό του, στα τέλη του 2008. Το 1942 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως ποτέ να ολοκληρώσει , για βιοποριστικούς, πιστεύω, λόγους, τις, ούτως ή άλλως, σχετικά αδιάφορες για τον ίδιο νομικές σπουδές. Ως ποιητής, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τις σελίδες του περιοδικού «Οδυσσέας» του Πύργου, του οποίου ήταν και γραμματέας σύνταξης. Παράλληλα, υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, στο οποίο ανήκε και ο «Οδυσσέας».[7] ΄Έχει εκδώσει ίσαμε τώρα πέντε ποιητικές συλλογές ( «Το Κατώγι», 1971. «Το Σακί», 1980. «Τα Αντικλείδια», 1990. «33 χάικου», 1990. «Λίγος ΄Άμμος», 1997.), καθώς και μέρος της άκρως ενδιαφέρουσας αλληλογραφίας του με τον Ηλείο πεζογράφο Νίκο Καχτίτση. ΄Άλλα κείμενά του, ποιήματα ή δοκίμια, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας. «Το Κατώγι» έχει μεταφραστεί ολόκληρο στην Αγγλική από τον Peter Levi, καθηγητή στην έδρα της ποίησης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ενώ αρκετά ποιήματά του, μεταφρασμένα από άλλους σε διάφορες γλώσσες, έχουν δημοσιευτεί στην Αγγλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Πολωνία, την Ισπανία και αλλού.
Μιλώντας στην αρχή για τη γλώσσα, έμμεσα μίλησα και για κάποιες επιρροές, που δέχτηκε η ποίησή του και οι οποίες ξεκινούν από τον ΄Όμηρο και καταλήγουν, μέσω του Σολωμού, του Μακρυγιάννη και της Δημοτικής Ποίησης, στον Σεφέρη, τον ΄Εζρα Πάουντ, του οποίου είναι ένας από τους πρώτους μεταφραστές στα Ελληνικά και στον ΄Ελλιοτ, ενώ μεταγενέστερα διακρίνονται επιδράσεις του Μπόρχες καθώς και κάποιων Γιαπωνέζων τεχνιτών του πολύ μικρού ποιήματος, όπως το χάικου. Οι επιδράσεις αυτές, βέβαια, είναι δημιουργικές και καλοχωνεμένες και γι’ αυτό δύσκολα μπορεί να τις ανιχνεύσει κανείς με την πρώτη ματιά. Η φρίκη ενός κόσμου καθημαγμένου και αποτρόπαιου παριστάνεται με Σολωμικά και Μακρυγιαννικά μοτίβα. Η έντονη βίωση μιας σκληρής και θανατηφόρας καθημερινότητας δίνει έναν χαμηλό, φιλοσοφικό τόνο στη φωνή του, που βρίσκεται, ούτως ή άλλως, πολύ κοντά στη Σεφερική βίωση της πραγματικότητας. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, θα μπορούσε να πει κανείς, τουλάχιστον στις δύο πρώτες ποιητικές του συλλογές, είναι ο συνεχιστής του δρόμου, που άνοιξε στην ποίηση ο Γιώργος Σεφέρης, βλέπει όμως τα πράγματα μέσα από το καθαρτήριο των δικών του βιωμάτων, εμπειριών, ματιάς, τεχνικής. Υπάρχουν πολλά σημεία επαφής των δύο ποιητών, αλλά και πολλά που τους απομακρύνουν, ιδιαίτερα όσο ο νεώτερος ποιητής βαδίζει προς την πλήρη ωρίμανσή του και που οφείλονται, κατά τη γνώμη μου, στις διαφορετικές εμπειρίες, που απόκτησαν στη διάρκεια της ζωής τους αλλά και στη διαφορετική ματιά, με την οποία βλέπουν τον κόσμο, που τους περιβάλλει. Ο Παυλόπουλος π.χ., σε αντίθεση με τον Σεφέρη, έχει τη δύναμη και μιλάει για ήρωες, χωρίς φυσικά να γίνεται ηρωικός ή επικός, όπως ο Ρίτσος και δίνει την αίσθηση της φθοράς των πραγμάτων και του μαρασμού των ανθρώπων με ενάργεια και καθαρότητα, με αφηγηματικούς τρόπους δοκιμασμένους από τον ΄Όμηρο και την παράδοση, ενώ οι εικόνες, που χρησιμοποιεί, είναι στιλπνές, καθαρές, ευδιάκριτες, διαρθρωμένες με σκηνική οικονομία και δραματική ένταση, όπως στον ΄Όμηρο, τον Μακρυγιάννη, τον Σολωμό και το Δημοτικό Τραγούδι. Τελικά, θα ρωτούσα εδώ, μπορούμε να μιλάμε μόνο για επιδράσεις και επιρροές, έστω και άριστα χωνεμένες, όπως στην περίπτωση του Παυλόπουλου ή πιο απλά για δημιουργικές συναντήσεις στο πεδίο της ποίησης συγγενικών φωνών μέσα από παραπλήσια βιώματα και καταστάσεις;
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι ποίηση εικονιστική και αναπαριστά με σαφήνεια και ακρίβεια παραδειγματική τον εφιαλτικό κόσμο ή, καλύτερα, για να είμαστε πιο ακριβείς κι εμείς με την σειρά μας, την εφιαλτική α-κοσμία της ζωής του μεταπολεμικού ανθρώπου, που την ζει έντονα μέσα από την καθημερινή βίωση του θανάτου του και ταυτόχρονα την υπέρβαση αυτού του κόσμου μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με ελεγειακή, λυρική, λαϊκή και ονειρική αφηγηματικότητα και θεατρική, σκηνική διάρθρωση και ολοκληρώνονται πάντα στο τέλος του ποιήματος. Τα πρόσωπα, που κινούνται σ’ αυτές, αυτοί οι αφανείς και ανώνυμοι ήρωες της καθημερινότητας, τοποθετημένοι πάντα στο ιστορικό βάθος της εποχής τους από τον σκηνοθέτη-ποιητή με τέτοιο τρόπο, ώστε να φωτίζεται με ακρίβεια και η παραμικρή λεπτομέρεια των κινήσεών τους , δρουν πάντα σε σχέση με τους δυο μεγάλους άξονες, που ορίζουν την ποίησή του, δηλαδή τον έρωτα και τον θάνατο, το όνειρο και τον εφιάλτη, την ποιητική και την άλλη αντιμετώπιση της ζωής, σε χρόνο, που δεν είναι ποτέ απόλυτα καθορισμένος αλλά πάντα αναγνωρίσιμος, γιατί είναι ο δικός μας χρόνος, που αποτελεί μια χωρίς όρια ενότητα, από την οποία αντλεί συνεχώς η μνήμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι η αφετηρία και όχι η κατάληξη ή ο σκοπός του ποιήματος, γιατί αυτά ορίζονται πάντα από τα πρόσωπα και τη δράση τους. ΄Έτσι, και ο χώρος και ο χρόνος λειτουργούν μέσα στο ποίημα υποκειμενικά ή, καλύτερα, σε προσωπικό επίπεδο, γι’ αυτό και η Ιστορία, ενώ ξεκινάει ως καθολικό, ομαδικό βίωμα στο «Κατώγι», γίνεται περισσότερο ατομική υπόθεση στο «Σακί», για να μετατραπεί σε εντελώς προσωπική υπόθεση στα «Αντικλείδια» και τις μεταγενέστερες ποιητικές συλλογές. Στο τελευταίο του βιβλίο, το «Λίγος ΄Άμμος», η Ιστορία έχει παραχωρήσει τη θέση της στη σύγχρονη θέαση των πραγμάτων και του κόσμου, εσωτερικού και εξωτερικού, στη σύγχρονη μυθολογία και ο ποιητής μετατρέπεται ευφάνταστα σε έναν σύγχρονο μάγο-παραμυθά.
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου στηρίζεται, κατά μεγάλο μέρος, στη δραστική λειτουργία της μνήμης, η οποία ανασύρει συνεχώς ψήγματα χρυσού από τις ακένωτες πηγές ενός ρημαγμένου και σχεδόν αποτρόπαιου παρελθόντος και ξαναστήνει μπροστά στα μάτια μας με νέα μορφή τις παλιές εικόνες, που δεν λένε να σβήσουν από το συλλογικό υποσυνείδητο του ανθρώπου για να τις ζήσουμε ξανά σαν μια νέα, εικονική αυτή τη φορά, πραγματικότητα. ΄Έτσι, το παρελθόν δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά ένα χωρίς όρια παρόν και το όνειρο ή ο εφιάλτης δεν τελειώνουν ποτέ, είναι μια συνεχής παρουσία, αποτελούν από μόνα τους μια άλλη πραγματικότητα μέσα στη γνωστή και συνηθισμένη, που ζούμε, και, συγχρόνως, μαζί με την φαντασία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους συνεχείς βιασμούς, που δέχεται ο άνθρωπος καθημερινά στα περιορισμένα όρια μιας φρικτής, εχθρικής και αποτρόπαιης καθημερινότητας, προσπαθώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να την υπερβούν και ν’ αποτελέσουν συνάμα τα δυναμικά στοιχεία μιας ικανοποιητικής αντίστασης του υποκειμένου στις ασφυκτικές πιέσεις του κόσμου, που το περιβάλλει.
Στα «Αντικλείδια», η έντονη παρουσία του ονείρου εις βάρος του εφιάλτη έχει εξαφανίσει σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε άλλη αντίμαχη και αντίρροπη δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει, πιο έντονα ίσως, και στο «Λίγος ΄Άμμος». Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πειστικά ότι η πορεία του ποιητή από την πρώτη του εμφάνιση μέχρι και σήμερα διενεργείται σταθερά από τον εφιάλτη προς το όνειρο, από τον θάνατο και την φθορά προς τον έρωτα και την ζωή, από την φθορά και τη διάλυση των στοιχείων, που αποτελούν τον πεπερασμένο κόσμο στην αφθαρσία του αιώνιου, από το παρελθόν προς το παρόν και, συνεπώς, προς το μέλλον, από τους χαμηλούς και, φαινομενικά, απαισιόδοξους τόνους των πρώτων του ποιημάτων στα τρυφερά ποιητικά παιγνιδίσματα των τελευταίων και από τον διάλογο με τον κόσμο μέσω της ποίησης στον διάλογο με την ίδια την ποίηση. Στα «Αντικλείδια» και το «Λίγος ΄Άμμος» οι μορφές, που κυριαρχούν, είναι οι γυναικείες. Μέσα από τις σελίδες των δύο βιβλίων παρελαύνουν γυναίκες που αγαπήσαμε ή που θα θέλαμε να αγαπήσουμε, που σίγουρα όμως τις αγάπησε ο ίδιος ο ποιητής σε μια χώρα ερωτικής και ποιητικής ουτοπίας κι αυτό μας το υπενθυμίζει διαρκώς με διακριτικότητα και τρυφερότητα, ο έρωτας και το όνειρο ταυτίζονται, ενώ οι φίλοι και οι ομότεχνοι, γνωστοί και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό, καλούνται από τον ποιητή σε μια ατέλειωτη συζήτηση για την ποίηση και τον έρωτα στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Στο «Κατώγι» βλέπουμε, στο πρώτο τουλάχιστον εκτεταμένο και σπονδυλωτό ποίημα, «Το Απομνημόνευμα», ατέλειωτες σειρές πολεμιστών να γυρνούν κατηφείς απ’ το μέτωπο, νικημένοι, εξευτελισμένοι, προδομένοι, συντριμμένοι και να ζουν τη θλιβερή πραγματικότητα μέσω της μνήμης και με τον αναίτιο και αχρείαστο, για να μην πω, άχρηστο, θάνατό τους, ενώ στα υπόλοιπα ποιήματα αυτής της συλλογής οι δυο αντίμαχες δυνάμεις, που διακατέχουν την ύπαρξή μας, ο έρωτας και ο θάνατος δηλαδή, στέκουν αντιμέτωπες στα μετερίζια τους κι ο άνθρωπος ανάμεσά τους μάχεται καθημερινά τον μάταιο, μα ταυτόχρονα ελπιδοφόρο, αγώνα του κατά της φυσικής φθοράς και της αναπόφευκτης διάλυσης.
Στο «Σακί» οι ιστορικές αναφορές είναι περισσότερο σαφείς και συγκεκριμένες, παρόλο που κι εδώ τα πρόσωπα και οι τόποι δεν κατονομάζονται. Εδώ βλέπουμε τον αγώνα της γενιάς της Αντίστασης κατά των δυνάμεων εκείνων, που, τελικά, την συντρίβουν αλλά και την καθημερινή πάλη του μεταπολεμικού ανθρώπου να επιβιώσει μέσα σ’ ένα αφιλόξενο, αποτρόπαιο και εχθρικό περιβάλλον.
«Το Κατώγι» και «Το Σακί» υποδηλώνουν ταυτόχρονα τον Κάτω Κόσμο, τον ΄Άδη, στον οποίο ο ποιητής κατεβαίνει για να γράψει τη δική του «Νέκυια» με οδηγό του την ποίηση και τους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος (΄Όμηρος, Βιργίλιος, Δάντης κ.λ.π.), ενώ η μνήμη στέκεται ακοίμητος φρουρός και συγκρατεί ως εικόνα τα κομμάτια της ζωής, σαν τις παλιές, καλές φωτογραφίες. Στην ποίηση γενικά του Γιώργη Παυλόπουλου ο Πάνω και ο Κάτω Κόσμος ταυτίζονται, συμπίπτουν και αποτελούν μια αδιάσπαστη και αδιαίρετη ενότητα μεταξύ τους, ενώ ο ποιητής είναι και το δρων πρόσωπο αλλά και ο προσεκτικός, πλην όμως μεροληπτικός, παρατηρητής των όσων επιτελούνται γύρω του.
Η φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ, εικονίζεται και στον Μιχάλη Σαχτούρη, στον Παυλόπουλο όμως είναι περισσότερο προσωπική, αλλά δεν μένει μόνο εκεί, γιατί από το «εγώ» αναγόμαστε στο Μακρυγιαννικό και Σεφερικό «εμείς», και τα πράγματα, με την στοχαστική ενατένιση του υποκειμένου, αντικειμενικοποιούνται και το ατομικό καθολικεύεται.
Αν ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς και της εποχής της και με την φωνή του μιλούν οι νεκροί του σύντροφοι, ο Παυλόπουλος αναπλάθει από την αρχή αυτή την εποχή και αφήνει τους νεκρούς να μας δείξουν οι ίδιοι, ζωντανοί και ακμαίοι, ολόκληρη τη φρίκη που δεν περιγράφεται αλλιώς. Αν ο Τάκης Σινόπουλος ανακαλεί και αυτός με τη δραστική λειτουργία της μνήμης, έναν κόσμο, που έγινε συντρίμμια την στιγμή που όλα έδειχναν ότι θα μπορούσε να ανασυντεθεί και να παραμείνει ακέραιος στο τέλος και συνδιαλέγεται με αυτόν τον κόσμο, όπως άλλωστε και με τους χαμένους συντρόφους της νιότης του στα νεκρόδειπνα που παραθέτει, πασχίζοντας συνάμα να μας γυρίσει σ’ αυτόν, να τον γνωρίσουμε σε βάθος και να συμβιώσουμε μαζί του, ο Παυλόπουλος ανασυνθέτει για μας αυτόν τον κόσμο και τα πρόσωπα που τον εκφράζουν και τα οδηγεί σ’ έναν ημιτελή διάλογο μαζί μας, ενώ ταυτόχρονα μας δείχνουν τις χαίνουσες πληγές τους. ΄Όλα αυτά τα πρόσωπα, που υπήρξαν κάποτε οι κύριοι φορείς και εκφραστές μιας σχεδόν ολοκληρωτικά και για πάντα χαμένης ελπίδας, βρίσκονται πάντα μπροστά μας και μας κοιτάζουν κατάματα με τα μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια τους, που είναι, συγχρόνως, και τα μάτια της ποίησης. Στις τελευταίες του ποιητικές συλλογές το όνειρο και η φαντασία απομακρύνει, έστω και παροδικά ή φαινομενικά, τον εφιάλτη.
Συμπερασματικά και μέσα στα στενά όρια αυτής της εισήγησης, μπορώ να πω ότι η συνεισφορά του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική μας ποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα θεματικά του μοτίβα αντλούνται πάντα από την ανεξάντλητη πηγή των εμπειριών της γενιάς του και της εποχής του, η φωνή του όμως είναι εντελώς προσωπική και στηρίζεται στις καλύτερες στιγμές της ποιητικής παράδοσης, Ελληνικής και ξένης, ενώ η σπάνιας δραστικότητας αίσθηση της γλώσσας, που τον χαρακτηρίζει, συντελεί τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός εκφραστικού οργάνου ικανού να μας μεταδώσει κάθε συγκίνηση και να στήσει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας την ίδια στιγμή μια ατμόσφαιρα ποιητικής μαγείας και απόλαυσης ικανής να μας συνεπαίρνει ακόμη και τότε που έχει τελειώσει η ανάγνωση ή, καλύτερα, η ακρόαση του ποιήματος. Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι μια ποίηση, που μας καλεί σε βίωση του αισθητικού γεγονότος και όχι σε μια απλή ανάγνωση του ποιήματος και συγχρόνως είναι μια ποίηση με αναντίρρητες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις που, δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρο και κάνοντάς το έτσι οικείο στον αναγνώστη ή τον μελετητή της, προσπαθεί να ματαιώσει τον εφιάλτη μιας στυγνής και αποτρόπαιης πραγματικότητας.
Ανδρέας Φουσκαρίνης
Εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον ποιητή στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Λεχαινών..
[1]. Γιώργη Παυλόπουλου: Τα Αντικλείδια. Εκδόσεις «Στιγμή». Αθήνα, 1988. Σελ. 44.
[2] . Περιοδικό «Διάλογος. Τρίμηνη ΄Έκδοση της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας». Τεύχος 5. 1979. Σελίδες 27-37.
[3] . Το Βήμα. 1-1-1972.
[4] . Γ.Π.Σαββίδης. Το Βήμα. 6-11-1972.
[5] . Φιλολογική Καθημερινή. 1-10-1981.
[6] . Το Βήμα. 9-11-1971.
[7] . Δες το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Διάλογος. Τρίμηνη ΄Έκδοση της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών ο Ανδρέας Καρκαβίτσας», τεύχος 18, σελ. 7-24, όπου και συνέντευξη του ποιητή για αυτά ακριβώς τα χρόνια και για αυτήν τη δράση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου