Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Από το όνειρο στην ποιητική πράξη

Σύντομη εισαγωγή στην ποίηση και την ποιητική του Γιώργη Παυλόπουλου

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

«΄Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»[1]

Αρχίζω, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, με αυτά τα λίγα λόγια του ποιητή την αποψινή μου παρουσίαση, από την τρίτη του ποιητική συλλογή, «Τα Αντικλείδια», αφού ακριβώς αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε σήμερα στο λιγοστό χρόνο, που έχουμε στη διάθεσή μας, να βρούμε δηλαδή μερικά αντικλείδια της ποίησής του, ώστε να την προσλάβουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Δυο λόγια, όμως, πρώτα για τον ίδιο τον ποιητή θα ήταν απαραίτητα, αφού η γνώση του ανθρώπου μπορεί να κάνει ευκολότερη και την πρόσληψη του έργου. Κατά το δυνατόν, βέβαια.
Επιτρέψτε μου, όμως, ν’ ανοίξω μια παρένθεση πρώτα. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω, αν και πρέπει να σας είναι ήδη γνωστό, ότι η πρώτη δημόσια παρουσίαση του Γιώργη Παυλόπουλου στο νομό μας και αλλού, από όσο μπορώ να ξέρω, έγινε σ’ αυτήν εδώ την πόλη, τα Λεχαινά, σε εκδήλωση της «Μορφωτικής ΄Ένωσης» και του περιοδικού «Διάλογος» στα 1979.[2] Εδώ, λοιπόν, ακούστηκε για πρώτη φορά δημόσια ο προφορικός και ο ποιητικός λόγος του ποιητή για να συνεχίσει αργότερα σε άλλες πόλεις του νομού, της χώρας και του εξωτερικού.
Και τώρα κάτι πιο προσωπικό. Δεν είναι η πρώτη φορά, που ασχολούμαι δημοσίως με την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου. ΄Όμως, κάθε φορά που μου ανατίθεται ο σχολιασμός και η παρουσίαση του έργου του στο κοινό, νιώθω, ιδιαίτερα όταν ο ποιητής είναι παρών, όπως τώρα καλή ώρα, και γνωρίζοντας πολύ καλά την αυστηρότητα της κρίσης του και τη βαθιά γνώση των ποιητικών πραγμάτων, που τον διακρίνει, νιώθω, λοιπόν, σαν να είναι η πρώτη φορά, σαν πρωτόμαθος μαθητής που ετοιμάζεται να μιλήσει για κάποιο δάσκαλό του και διστάζει. ΄Όχι, βέβαια, από αδυναμία, αλλά, ίσως, από κάποιον ενδόμυχο φόβο, μήπως και αποτύχει ολοσχερώς η προσπάθεια. ΄Ένας φόβος που σου λύνει τα γόνατα και σε οδηγεί σε αμηχανία. Θα το ξεπεράσω, όμως, γι’ αυτό και κλείνει και η παρένθεση.
Αν, κυρίες και κύριοι, το μέγιστο μέλημα ενός ποιητή είναι η γλώσσα , που χρησιμοποιεί στο γράψιμο των έργων του κι αν την ποιητική του αξία, ως ένα βαθμό, βέβαια, την καθορίζει αυτή, τότε μπορώ να σας δηλώσω με απόλυτη βεβαιότητα, ότι σήμερα έχουμε την τιμή και την τύχη να βρίσκεται μαζί μας ένας απ’ τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, ο Γιώργης Παυλόπουλος. Αν θα θέλαμε ν’ αναζητήσουμε στην ποίηση, που γράφει και δημοσιεύει, ένα πρώτο και μεγάλο προτέρημα, αυτό θα το βρίσκαμε αμέσως στην τέλεια γνώση και επιτυχημένη χρήση του γλωσσικού του οργάνου. Η γλώσσα του ακουμπάει γερά σε μια παράδοση, που, ξεκινώντας απ’ τον Σολωμό και το Δημοτικό Τραγούδι, καταλήγει στον Μακρυγιάννη και τον Σεφέρη και μέσω αυτών στη δημιουργία ενός στιβαρού, προσωπικού γλωσσικού ιδιώματος. Είναι μια γλώσσα «ρωμαλέα, πυκνή και σωστή», κατά τον Μανόλη Ανδρόνικο[3], χωρίς ψιμύθια και γλωσσικούς κορδακισμούς, κατά τον Σεφέρη[4], «σπάνιας δραστικότητας και ευκρίνειας», κατά τον Σπύρο Τσακνιά.[5].
Η λέξη, επιλεγμένη πάντα με προσοχή, με γνώση και με ευαισθησία μέσα από τα ανεξάντλητα γλωσσικά κοιτάσματα της δημοτικής και της λόγιας παράδοσης, φορτισμένη πάντα με την αναγκαία αίσθηση και με το απαραίτητο νόημα, συντείνει στην ολοκλήρωση της αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας κάθε στίχου, κάθε εικόνας, κάθε ποιήματος εν τέλει, χωρίς βέβαια κάποια απ’ αυτές τις λέξεις, σύμφωνα και με την παρατήρηση του Γιάννη Δάλλα[6], να αποτελεί απαραίτητα το αισθητικό ή νοηματικό κέντρο του ποιήματος. Στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, ποίηση καθαρά εικονιστική και, ως ένα σημείο, βιωματική, δεν υπάρχει λεκτικό θεματικό κέντρο. Επίσης, η γλωσσική του επάρκεια και η χρήση της κυριολεξίας με την αυστηρή επιλογή της λέξης, ως προς τη σημασία της, όπου χρειάζεται βέβαια, χωρίς ταυτόχρονα να αποκλείεται και η μεταφορά, όπου, επίσης, είναι απαραίτητη, τον οδηγεί σε αυστηρή συμπύκνωση του στίχου και του νοήματος, στην απόρριψη, μετά από εξαντλητική επεξεργασία, κάθε περιττού γλωσσικού ή αισθητικού στοιχείου, στη δημιουργία, τέλος, ενός λόγου πυκνού, περιεκτικού, σύντομου σχετικά, λιτού και επιγραμματικού και, φυσικά, καίρια δραστικού.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στα 1924, όπου και διαμένει ανελλιπώς από το 1951 μέχρι και τον θάνατό του, στα τέλη του 2008. Το 1942 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως ποτέ να ολοκληρώσει , για βιοποριστικούς, πιστεύω, λόγους, τις, ούτως ή άλλως, σχετικά αδιάφορες για τον ίδιο νομικές σπουδές. Ως ποιητής, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τις σελίδες του περιοδικού «Οδυσσέας» του Πύργου, του οποίου ήταν και γραμματέας σύνταξης. Παράλληλα, υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, στο οποίο ανήκε και ο «Οδυσσέας».[7] ΄Έχει εκδώσει ίσαμε τώρα πέντε ποιητικές συλλογές ( «Το Κατώγι», 1971. «Το Σακί», 1980. «Τα Αντικλείδια», 1990. «33 χάικου», 1990. «Λίγος ΄Άμμος», 1997.), καθώς και μέρος της άκρως ενδιαφέρουσας αλληλογραφίας του με τον Ηλείο πεζογράφο Νίκο Καχτίτση. ΄Άλλα κείμενά του, ποιήματα ή δοκίμια, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα του κέντρου και της περιφέρειας. «Το Κατώγι» έχει μεταφραστεί ολόκληρο στην Αγγλική από τον Peter Levi, καθηγητή στην έδρα της ποίησης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ενώ αρκετά ποιήματά του, μεταφρασμένα από άλλους σε διάφορες γλώσσες, έχουν δημοσιευτεί στην Αγγλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Πολωνία, την Ισπανία και αλλού.
Μιλώντας στην αρχή για τη γλώσσα, έμμεσα μίλησα και για κάποιες επιρροές, που δέχτηκε η ποίησή του και οι οποίες ξεκινούν από τον ΄Όμηρο και καταλήγουν, μέσω του Σολωμού, του Μακρυγιάννη και της Δημοτικής Ποίησης, στον Σεφέρη, τον ΄Εζρα Πάουντ, του οποίου είναι ένας από τους πρώτους μεταφραστές στα Ελληνικά και στον ΄Ελλιοτ, ενώ μεταγενέστερα διακρίνονται επιδράσεις του Μπόρχες καθώς και κάποιων Γιαπωνέζων τεχνιτών του πολύ μικρού ποιήματος, όπως το χάικου. Οι επιδράσεις αυτές, βέβαια, είναι δημιουργικές και καλοχωνεμένες και γι’ αυτό δύσκολα μπορεί να τις ανιχνεύσει κανείς με την πρώτη ματιά. Η φρίκη ενός κόσμου καθημαγμένου και αποτρόπαιου παριστάνεται με Σολωμικά και Μακρυγιαννικά μοτίβα. Η έντονη βίωση μιας σκληρής και θανατηφόρας καθημερινότητας δίνει έναν χαμηλό, φιλοσοφικό τόνο στη φωνή του, που βρίσκεται, ούτως ή άλλως, πολύ κοντά στη Σεφερική βίωση της πραγματικότητας. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, θα μπορούσε να πει κανείς, τουλάχιστον στις δύο πρώτες ποιητικές του συλλογές, είναι ο συνεχιστής του δρόμου, που άνοιξε στην ποίηση ο Γιώργος Σεφέρης, βλέπει όμως τα πράγματα μέσα από το καθαρτήριο των δικών του βιωμάτων, εμπειριών, ματιάς, τεχνικής. Υπάρχουν πολλά σημεία επαφής των δύο ποιητών, αλλά και πολλά που τους απομακρύνουν, ιδιαίτερα όσο ο νεώτερος ποιητής βαδίζει προς την πλήρη ωρίμανσή του και που οφείλονται, κατά τη γνώμη μου, στις διαφορετικές εμπειρίες, που απόκτησαν στη διάρκεια της ζωής τους αλλά και στη διαφορετική ματιά, με την οποία βλέπουν τον κόσμο, που τους περιβάλλει. Ο Παυλόπουλος π.χ., σε αντίθεση με τον Σεφέρη, έχει τη δύναμη και μιλάει για ήρωες, χωρίς φυσικά να γίνεται ηρωικός ή επικός, όπως ο Ρίτσος και δίνει την αίσθηση της φθοράς των πραγμάτων και του μαρασμού των ανθρώπων με ενάργεια και καθαρότητα, με αφηγηματικούς τρόπους δοκιμασμένους από τον ΄Όμηρο και την παράδοση, ενώ οι εικόνες, που χρησιμοποιεί, είναι στιλπνές, καθαρές, ευδιάκριτες, διαρθρωμένες με σκηνική οικονομία και δραματική ένταση, όπως στον ΄Όμηρο, τον Μακρυγιάννη, τον Σολωμό και το Δημοτικό Τραγούδι. Τελικά, θα ρωτούσα εδώ, μπορούμε να μιλάμε μόνο για επιδράσεις και επιρροές, έστω και άριστα χωνεμένες, όπως στην περίπτωση του Παυλόπουλου ή πιο απλά για δημιουργικές συναντήσεις στο πεδίο της ποίησης συγγενικών φωνών μέσα από παραπλήσια βιώματα και καταστάσεις;
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι ποίηση εικονιστική και αναπαριστά με σαφήνεια και ακρίβεια παραδειγματική τον εφιαλτικό κόσμο ή, καλύτερα, για να είμαστε πιο ακριβείς κι εμείς με την σειρά μας, την εφιαλτική α-κοσμία της ζωής του μεταπολεμικού ανθρώπου, που την ζει έντονα μέσα από την καθημερινή βίωση του θανάτου του και ταυτόχρονα την υπέρβαση αυτού του κόσμου μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με ελεγειακή, λυρική, λαϊκή και ονειρική αφηγηματικότητα και θεατρική, σκηνική διάρθρωση και ολοκληρώνονται πάντα στο τέλος του ποιήματος. Τα πρόσωπα, που κινούνται σ’ αυτές, αυτοί οι αφανείς και ανώνυμοι ήρωες της καθημερινότητας, τοποθετημένοι πάντα στο ιστορικό βάθος της εποχής τους από τον σκηνοθέτη-ποιητή με τέτοιο τρόπο, ώστε να φωτίζεται με ακρίβεια και η παραμικρή λεπτομέρεια των κινήσεών τους , δρουν πάντα σε σχέση με τους δυο μεγάλους άξονες, που ορίζουν την ποίησή του, δηλαδή τον έρωτα και τον θάνατο, το όνειρο και τον εφιάλτη, την ποιητική και την άλλη αντιμετώπιση της ζωής, σε χρόνο, που δεν είναι ποτέ απόλυτα καθορισμένος αλλά πάντα αναγνωρίσιμος, γιατί είναι ο δικός μας χρόνος, που αποτελεί μια χωρίς όρια ενότητα, από την οποία αντλεί συνεχώς η μνήμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι η αφετηρία και όχι η κατάληξη ή ο σκοπός του ποιήματος, γιατί αυτά ορίζονται πάντα από τα πρόσωπα και τη δράση τους. ΄Έτσι, και ο χώρος και ο χρόνος λειτουργούν μέσα στο ποίημα υποκειμενικά ή, καλύτερα, σε προσωπικό επίπεδο, γι’ αυτό και η Ιστορία, ενώ ξεκινάει ως καθολικό, ομαδικό βίωμα στο «Κατώγι», γίνεται περισσότερο ατομική υπόθεση στο «Σακί», για να μετατραπεί σε εντελώς προσωπική υπόθεση στα «Αντικλείδια» και τις μεταγενέστερες ποιητικές συλλογές. Στο τελευταίο του βιβλίο, το «Λίγος ΄Άμμος», η Ιστορία έχει παραχωρήσει τη θέση της στη σύγχρονη θέαση των πραγμάτων και του κόσμου, εσωτερικού και εξωτερικού, στη σύγχρονη μυθολογία και ο ποιητής μετατρέπεται ευφάνταστα σε έναν σύγχρονο μάγο-παραμυθά.
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου στηρίζεται, κατά μεγάλο μέρος, στη δραστική λειτουργία της μνήμης, η οποία ανασύρει συνεχώς ψήγματα χρυσού από τις ακένωτες πηγές ενός ρημαγμένου και σχεδόν αποτρόπαιου παρελθόντος και ξαναστήνει μπροστά στα μάτια μας με νέα μορφή τις παλιές εικόνες, που δεν λένε να σβήσουν από το συλλογικό υποσυνείδητο του ανθρώπου για να τις ζήσουμε ξανά σαν μια νέα, εικονική αυτή τη φορά, πραγματικότητα. ΄Έτσι, το παρελθόν δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά ένα χωρίς όρια παρόν και το όνειρο ή ο εφιάλτης δεν τελειώνουν ποτέ, είναι μια συνεχής παρουσία, αποτελούν από μόνα τους μια άλλη πραγματικότητα μέσα στη γνωστή και συνηθισμένη, που ζούμε, και, συγχρόνως, μαζί με την φαντασία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους συνεχείς βιασμούς, που δέχεται ο άνθρωπος καθημερινά στα περιορισμένα όρια μιας φρικτής, εχθρικής και αποτρόπαιης καθημερινότητας, προσπαθώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να την υπερβούν και ν’ αποτελέσουν συνάμα τα δυναμικά στοιχεία μιας ικανοποιητικής αντίστασης του υποκειμένου στις ασφυκτικές πιέσεις του κόσμου, που το περιβάλλει.
Στα «Αντικλείδια», η έντονη παρουσία του ονείρου εις βάρος του εφιάλτη έχει εξαφανίσει σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε άλλη αντίμαχη και αντίρροπη δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει, πιο έντονα ίσως, και στο «Λίγος ΄Άμμος». Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πειστικά ότι η πορεία του ποιητή από την πρώτη του εμφάνιση μέχρι και σήμερα διενεργείται σταθερά από τον εφιάλτη προς το όνειρο, από τον θάνατο και την φθορά προς τον έρωτα και την ζωή, από την φθορά και τη διάλυση των στοιχείων, που αποτελούν τον πεπερασμένο κόσμο στην αφθαρσία του αιώνιου, από το παρελθόν προς το παρόν και, συνεπώς, προς το μέλλον, από τους χαμηλούς και, φαινομενικά, απαισιόδοξους τόνους των πρώτων του ποιημάτων στα τρυφερά ποιητικά παιγνιδίσματα των τελευταίων και από τον διάλογο με τον κόσμο μέσω της ποίησης στον διάλογο με την ίδια την ποίηση. Στα «Αντικλείδια» και το «Λίγος ΄Άμμος» οι μορφές, που κυριαρχούν, είναι οι γυναικείες. Μέσα από τις σελίδες των δύο βιβλίων παρελαύνουν γυναίκες που αγαπήσαμε ή που θα θέλαμε να αγαπήσουμε, που σίγουρα όμως τις αγάπησε ο ίδιος ο ποιητής σε μια χώρα ερωτικής και ποιητικής ουτοπίας κι αυτό μας το υπενθυμίζει διαρκώς με διακριτικότητα και τρυφερότητα, ο έρωτας και το όνειρο ταυτίζονται, ενώ οι φίλοι και οι ομότεχνοι, γνωστοί και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό, καλούνται από τον ποιητή σε μια ατέλειωτη συζήτηση για την ποίηση και τον έρωτα στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Στο «Κατώγι» βλέπουμε, στο πρώτο τουλάχιστον εκτεταμένο και σπονδυλωτό ποίημα, «Το Απομνημόνευμα», ατέλειωτες σειρές πολεμιστών να γυρνούν κατηφείς απ’ το μέτωπο, νικημένοι, εξευτελισμένοι, προδομένοι, συντριμμένοι και να ζουν τη θλιβερή πραγματικότητα μέσω της μνήμης και με τον αναίτιο και αχρείαστο, για να μην πω, άχρηστο, θάνατό τους, ενώ στα υπόλοιπα ποιήματα αυτής της συλλογής οι δυο αντίμαχες δυνάμεις, που διακατέχουν την ύπαρξή μας, ο έρωτας και ο θάνατος δηλαδή, στέκουν αντιμέτωπες στα μετερίζια τους κι ο άνθρωπος ανάμεσά τους μάχεται καθημερινά τον μάταιο, μα ταυτόχρονα ελπιδοφόρο, αγώνα του κατά της φυσικής φθοράς και της αναπόφευκτης διάλυσης.
Στο «Σακί» οι ιστορικές αναφορές είναι περισσότερο σαφείς και συγκεκριμένες, παρόλο που κι εδώ τα πρόσωπα και οι τόποι δεν κατονομάζονται. Εδώ βλέπουμε τον αγώνα της γενιάς της Αντίστασης κατά των δυνάμεων εκείνων, που, τελικά, την συντρίβουν αλλά και την καθημερινή πάλη του μεταπολεμικού ανθρώπου να επιβιώσει μέσα σ’ ένα αφιλόξενο, αποτρόπαιο και εχθρικό περιβάλλον.
«Το Κατώγι» και «Το Σακί» υποδηλώνουν ταυτόχρονα τον Κάτω Κόσμο, τον ΄Άδη, στον οποίο ο ποιητής κατεβαίνει για να γράψει τη δική του «Νέκυια» με οδηγό του την ποίηση και τους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος (΄Όμηρος, Βιργίλιος, Δάντης κ.λ.π.), ενώ η μνήμη στέκεται ακοίμητος φρουρός και συγκρατεί ως εικόνα τα κομμάτια της ζωής, σαν τις παλιές, καλές φωτογραφίες. Στην ποίηση γενικά του Γιώργη Παυλόπουλου ο Πάνω και ο Κάτω Κόσμος ταυτίζονται, συμπίπτουν και αποτελούν μια αδιάσπαστη και αδιαίρετη ενότητα μεταξύ τους, ενώ ο ποιητής είναι και το δρων πρόσωπο αλλά και ο προσεκτικός, πλην όμως μεροληπτικός, παρατηρητής των όσων επιτελούνται γύρω του.
Η φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ, εικονίζεται και στον Μιχάλη Σαχτούρη, στον Παυλόπουλο όμως είναι περισσότερο προσωπική, αλλά δεν μένει μόνο εκεί, γιατί από το «εγώ» αναγόμαστε στο Μακρυγιαννικό και Σεφερικό «εμείς», και τα πράγματα, με την στοχαστική ενατένιση του υποκειμένου, αντικειμενικοποιούνται και το ατομικό καθολικεύεται.
Αν ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς και της εποχής της και με την φωνή του μιλούν οι νεκροί του σύντροφοι, ο Παυλόπουλος αναπλάθει από την αρχή αυτή την εποχή και αφήνει τους νεκρούς να μας δείξουν οι ίδιοι, ζωντανοί και ακμαίοι, ολόκληρη τη φρίκη που δεν περιγράφεται αλλιώς. Αν ο Τάκης Σινόπουλος ανακαλεί και αυτός με τη δραστική λειτουργία της μνήμης, έναν κόσμο, που έγινε συντρίμμια την στιγμή που όλα έδειχναν ότι θα μπορούσε να ανασυντεθεί και να παραμείνει ακέραιος στο τέλος και συνδιαλέγεται με αυτόν τον κόσμο, όπως άλλωστε και με τους χαμένους συντρόφους της νιότης του στα νεκρόδειπνα που παραθέτει, πασχίζοντας συνάμα να μας γυρίσει σ’ αυτόν, να τον γνωρίσουμε σε βάθος και να συμβιώσουμε μαζί του, ο Παυλόπουλος ανασυνθέτει για μας αυτόν τον κόσμο και τα πρόσωπα που τον εκφράζουν και τα οδηγεί σ’ έναν ημιτελή διάλογο μαζί μας, ενώ ταυτόχρονα μας δείχνουν τις χαίνουσες πληγές τους. ΄Όλα αυτά τα πρόσωπα, που υπήρξαν κάποτε οι κύριοι φορείς και εκφραστές μιας σχεδόν ολοκληρωτικά και για πάντα χαμένης ελπίδας, βρίσκονται πάντα μπροστά μας και μας κοιτάζουν κατάματα με τα μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια τους, που είναι, συγχρόνως, και τα μάτια της ποίησης. Στις τελευταίες του ποιητικές συλλογές το όνειρο και η φαντασία απομακρύνει, έστω και παροδικά ή φαινομενικά, τον εφιάλτη.
Συμπερασματικά και μέσα στα στενά όρια αυτής της εισήγησης, μπορώ να πω ότι η συνεισφορά του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική μας ποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα θεματικά του μοτίβα αντλούνται πάντα από την ανεξάντλητη πηγή των εμπειριών της γενιάς του και της εποχής του, η φωνή του όμως είναι εντελώς προσωπική και στηρίζεται στις καλύτερες στιγμές της ποιητικής παράδοσης, Ελληνικής και ξένης, ενώ η σπάνιας δραστικότητας αίσθηση της γλώσσας, που τον χαρακτηρίζει, συντελεί τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός εκφραστικού οργάνου ικανού να μας μεταδώσει κάθε συγκίνηση και να στήσει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας την ίδια στιγμή μια ατμόσφαιρα ποιητικής μαγείας και απόλαυσης ικανής να μας συνεπαίρνει ακόμη και τότε που έχει τελειώσει η ανάγνωση ή, καλύτερα, η ακρόαση του ποιήματος. Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι μια ποίηση, που μας καλεί σε βίωση του αισθητικού γεγονότος και όχι σε μια απλή ανάγνωση του ποιήματος και συγχρόνως είναι μια ποίηση με αναντίρρητες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις που, δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρο και κάνοντάς το έτσι οικείο στον αναγνώστη ή τον μελετητή της, προσπαθεί να ματαιώσει τον εφιάλτη μιας στυγνής και αποτρόπαιης πραγματικότητας.
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον ποιητή στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Λεχαινών..





[1]. Γιώργη Παυλόπουλου: Τα Αντικλείδια. Εκδόσεις «Στιγμή». Αθήνα, 1988. Σελ. 44.
[2] . Περιοδικό «Διάλογος. Τρίμηνη ΄Έκδοση της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας». Τεύχος 5. 1979. Σελίδες 27-37.
[3] . Το Βήμα. 1-1-1972.
[4] . Γ.Π.Σαββίδης. Το Βήμα. 6-11-1972.
[5] . Φιλολογική Καθημερινή. 1-10-1981.
[6] . Το Βήμα. 9-11-1971.
[7] . Δες το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Διάλογος. Τρίμηνη ΄Έκδοση της Μορφωτικής ΄Ένωσης Λεχαινών ο Ανδρέας Καρκαβίτσας», τεύχος 18, σελ. 7-24, όπου και συνέντευξη του ποιητή για αυτά ακριβώς τα χρόνια και για αυτήν τη δράση.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ο Πύρρων ο Ηλείος και ο Σκεπτικισμός

του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Ο Σκεπτικισμός σήμερα, ως ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του και δεν υπάρχει πια, κάποιες αντιλήψεις όμως που εξέφρασε και υποστήριξε στις διάφορες φάσεις της ιστορίας του και που αποτελούσαν κάποτε στάση ζωής, βρήκαν και εξακολουθούν να βρίσκουν ανταπόκριση στη ζωή και τη σκέψη πολλών ανθρώπων και στοχαστών.
Ο Σκεπτικισμός ήταν ένα από τα σημαντικότερα κινήματα της μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη φιλοσοφίας που είχε οπαδούς σε όλες τις εποχές και που μια πρακτική του έκφραση την είδαμε σε μια ακραία και επιφανειακή μορφή τη δεκαετία του 1960 με το κίνημα των χίπηδων, που εμφανίστηκε ως πλήρης άρνηση κάθε αξίας της αστικής ζωής και κοινωνίας. Σημειωτέον ότι οι οπαδοί του κινήματος αυτού μιμήθηκαν ως ένα βαθμό, ακόμα και με την εξωτερική τους εμφάνιση, τους πρώτους σκεπτικούς και κυνικούς. Αργότερα βέβαια οι περισσότεροι απ’ αυτούς αναίρεσαν την τότε στάση τους και εντάχθηκαν ομαλά στην κοινωνία που πολεμούσαν, πολλοί μάλιστα σε υψηλόβαθμες θέσεις. ΄Ηταν η όψιμη μορφή της φιλοσοφίας αυτής που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην ΄Ηλιδα από τον Πύρρωνα στον 4ο αιώνα π.Χ.
Η πνευματική ζωή της Ηλείας στα χρόνια της Αρχαιότητας ήταν, όπως και σήμερα άλλωστε, ως ένα σημείο, περιθωριακή, περιορισμένη σε συγκεκριμένα πράγματα που ενδιέφεραν και αφορούσαν τους κατοίκους της και τον τρόπο ζωής τους. Η χώρα, πλούσια σε υλικά αγαθά, με απέραντα λιβάδια, δάση και γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις κυβερνιόταν σχεδόν πάντα από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της ΄Ηλιδας, οι οποίοι, βυθισμένοι στην καλοπέραση και την άνεση που τους πρόσφεραν τα πλούτη που αποκόμιζαν από τη συνεχή και ανεμπόδιστη εκμετάλλευση της εργασίας των δούλων, των γύρω περιοχών που είχαν καταλάβει έγκαιρα και των ιερών με την πανελλήνια λάμψη, ενδιαφέρθηκαν ελάχιστα για άλλες κατακτήσεις ή για πνευματικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές αναζητήσεις. Με κάποιες ατομικές εξαιρέσεις, βέβαια, που όμως ενισχύουν τον κανόνα. Αλλά και με τη δημοκρατία λίγα πράγματα άλλαξαν. Η συνήθεια και η παράδοση είναι ισχυροί παράγοντες για να διαιωνίσουν μια μόνιμα σχεδόν διαμορφωμένη κατάσταση. ΄Ετσι, σπάνια βλέπουμε τους Ηλείους να παίρνουν ενεργό μέρος στη διαμόρφωση και τη δημιουργία της αρχαίας Ιστορίας και σχεδόν πάντα αθέατα και διακριτικά. Κύριο ενδιαφέρον τους τα πανηγύρια, οι μεγάλες γιορτές, τα συμπόσια, η διασκέδαση, ο εύκολος και ευχάριστος τρόπος ζωής. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Παρά ταύτα όμως υπήρξαν κατά καιρούς και επιφανείς Ηλείοι, όπως και σήμερα άλλωστε, που έλαμψαν ως άτομα με το έργο τους και τη δράση τους στο χώρο του Πνεύματος, της Επιστήμης και της Τέχνης. Ο γλύπτης Κολώτης π.χ. ήταν Ηλείος. Μαθητής και συνεργάτης του Φειδία δούλεψε μαζί του ή αυτόνομα στην κατασκευή του κολοσσιαίου χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ολύμπιου Δία και άλλων σημαντικών έργων της περιοχής. ΄Ηταν έξοχος στην επεξεργασία του χρυσού και του ελεφαντόδοντου. Δικά του έργα ήταν τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της Αθηνάς και του Ασκληπιού ( «θαυμαστόν ιδείν ξόανον», κατά τον Στράβωνα ) και ένα τραπέζι με ανάγλυφες μορφές πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων τα στεφάνια των νικητών. Επίσης, Ηλείοι ήταν ο ανδριαντοποιός Κάλλων και ο αρχιτέκτονας Λίβων, με τα σχέδια του οποίου κτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία στην Ολυμπία.
Ονομαστοί ήταν οι μάντεις και οι μάγοι της Ηλείας. Εκτός από τον μυθικό Μελάμποδα υπήρξε ολόκληρη σειρά γενεών μάντεων της ίδιας οικογένειας, όπως οι Κλυτίδες, οι Ιαμίδες, οι Καλλιάδες και οι Τελειάδες. Μεγάλη παράδοση που ξεκινάει από τον 5ο αιώνα π.Χ. υπήρξε στη φιλοσοφία. Εδώ γεννήθηκαν και ξεκίνησαν ή ολοκλήρωσαν τη σταδιοδρομία τους ο διάσημος σοφιστής Ιππίας, ο φιλόσοφος Φαίδων, αγαπητός μαθητής και σύντροφος του Σωκράτη και ιδρυτής της Ηλειακής Φιλοσοφικής Σχολής, ο διάδοχός του Πλείσταινος, μαθητής του Ευκλείδη, ο σοφιστής Αλεξίνος και, φυσικά, ο Πύρρων ο Εφεκτικός, ο ιδρυτής του Σκεπτικισμού ως ολοκληρωμένου φιλοσοφικού κινήματος.
Ο σοφιστής Ιππίας, ματαιόδοξος και επιπόλαια πολυμερής, ήθελε να διαδώσει όλες τις γνώσεις του καιρού του σε όλους τους ανθρώπους και για αυτό καταπιάστηκε με το σύνολο σχεδόν των επιστημών, με τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Φιλοσοφία και γυρνώντας από πόλη σε πόλη δίδασκε τους εύπορους νέους της Ελλάδας με μεγάλη αμοιβή. Απόκτησε και στην Αθήνα ένα ευρύ κύκλο θαυμαστών και μαθητών, όπως μαρτυρούν και τα έργα του Πλάτωνα που αναφέρονται σ’ αυτόν ή τον κατονομάζουν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε και δύο πολύ σημαντικούς Αθηναίους που έζησαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Ηλεία μετά τη φυγή τους από την Αθήνα για καθαρά πολιτικούς λόγους και επηρέασαν τα μέγιστα την περιοχή και τον πολιτισμό της: το γλύπτη Φειδία που εγκατέστησε το εργαστήριό του στην Ολυμπία δεχόμενος παράλληλα πληθώρα μαθητών και τον Ξενοφώντα, ο οποίος έγραψε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στα κτήματά του στη Σκυλλουντία.
Η πληροφορία του ΄Ερμιππου ότι ίδρυσε σχολή στην Ολυμπία και ο Αλεξίνος κρίνεται ανακριβής. Ο ιδιόρρυθμος αυτός φιλόσοφος που λόγω του φιλονεικώτατου του χαρακτήρα του κλήθηκε και Ελεγξίνος, μαθητής του Μεγαρικού Ευβουλίδη διαφωνούσε ριζικά με όλους τους φιλοσόφους και κατηγορούσε τη Ρητορική ότι χρησιμοποιεί σοφιστικές μεθόδους και ασχολείται με άχρηστα θέματα. Βρίσκεται πλήρως μέσα στο πνεύμα του Σκεπτικισμού που θα αναπτυχθεί πλήρως από τον Πύρρωνα και τους μαθητές του.
Ο Πύρρων, ο ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, γεννήθηκε στην ΄Ηλιδα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενενηντάχρονης ζωής του (360-270 π.Χ.) μαζί με την αδελφή του, τη Φιλίστα, που ήταν μαμή. Νεαρός ακόμη μαθήτευσε στον Βρύσκιο, μαθηματικό φιλόσοφο της Μεγαρικής Σχολής του Ευκλείδη, η οποία είχε διαδεχθεί με τη σειρά της την Ηλειακή Σχολή του Φαίδωνα υπό την επίδραση, ίσως, του Αλεξίνου. Η Ηλειακή παράδοση δηλαδή και σκέψη ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του δικού του φιλοσοφικού στοχασμού.
Συνοδεύοντας τον Αλέξανδρο μαζί με δεκάδες άλλους επιστήμονες, φιλοσόφους, καλλιτέχνες διέσχισε ολόκληρη σχεδόν την Ασία, ήλθε σε επαφή με τους μάγους της Περσίας, μελέτησε σε βάθος το μυστικισμό της Ανατολής και έφτασε ως τις Ινδίες, όπου γνωρίστηκε με τους βραχμάνους, τους περίφημους γυμνοσοφιστές, οι οποίοι επεδίωκαν την ηθική τελείωση στην απόλυτη αταραξία (νιρβάνα) και την πλήρη υποταγή του σώματος στις λιγοστές ανάγκες της ψυχής. Η επίδρασή τους ήταν μεγάλη και στη σκέψη και στον τρόπο ζωής του Ηλείου φιλοσόφου. Με πολλούς απ’ αυτούς διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου γύρισε στην πατρίδα του και για λίγο καιρό ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, στη συνέχεια όμως με τη φιλοσοφία. ΄Εζησε μέχρι τον θάνατό του πιστός, παρά τις διάφορες προκλήσεις, στη δική του φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Επίσης, θα μπορούσε να πει κανείς με κάθε βεβαιότητα σχεδόν ότι δέχτηκε επιδράσεις και από άλλους, προγενέστερους ΄Ελληνες φιλοσόφους, όπως τον Ευκλείδη τον Μεγαρικό, το Δημοκρίτειο φιλόσοφο Ανάξαρχο καθώς και από εκπροσώπους της αρχαίας Σοφιστικής, όπως τον Πρωταγόρα.
Ο Πύρρων επεδίωκε πάντα να ζει, όσο του ήταν βέβαια δυνατόν, σε απόλυτη συμφωνία με τις φιλοσοφικές δοξασίες του. ΄Ετσι, έζησε απλά και ταπεινά μια πραγματική ζωή φτωχού με ελάχιστες, τις απαραίτητες, ανάγκες και σύμφωνα πάντα με τα έθιμα και τις συνήθειες των φτωχών συμπατριωτών του. ΄Όπως μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος πουλούσε καθημερινά στην αγορά της ΄Ηλιδας πουλερικά και γουρουνόπουλα για τον επιούσιο και δεν αρνιόταν ποτέ ακόμα και τις πιο ταπεινές δουλειές σε αντίθεση με πολλούς άλλους σύγχρονούς του πολίτες αδιαφορώντας πλήρως για τη γνώμη των γύρω του.
Η γνώση για τη ζωή του από νωρίς σκεπάστηκε από ένα πέπλο μυστηρίου και μύθου. Τη διδασκαλία του, τις δοξασίες του, τις θεωρίες του δεν τις κατέγραφε, όπως και ο Σωκράτης και έγιναν ευρύτερα γνωστές από τον πνευματικό του κληρονόμο, τον Τίμωνα. Πολλά περιστατικά της ιδιόρρυθμης ζωής του, για την οποία προσπαθούσε πάντα να είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία του, έφτασαν ως εμάς με τη μορφή ανέκδοτων. Ρίχνουν όμως κάποιο φως στο σκοτάδι της πληροφόρησης που έχουμε για τον ίδιο και για το έργο του. Λέγεται ότι μονάχα δυο φορές στη ζωή του ξέφυγε (δηλαδή ταράχτηκε) από τους κανόνες που ο ίδιος είχε θεσπίσει γι’ αυτήν: τη μια, όταν τρομαγμένος σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός δένδρου προσπαθώντας να γλιτώσει απ’ την επίθεση ενός επικίνδυνου σκύλου και την άλλη, όταν για άγνωστο σ’ εμάς λόγο νευρίασε με την επίμονη αδελφή του και κάποιος τον περιγέλασε με το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες!». Τότε ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε με τη χαρακτηριστική ψυχραιμία που τον διέκρινε πως δεν ήταν δυνατόν να εξαρτήσει την απόδειξη της «αδιαφορίας» του από μια γυναίκα κι ότι με μια γυναίκα ποτέ δεν θα μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα ατάραχος.
Κάποια από τα περιστατικά της ζωής του που έφτασαν ως εμάς δείχνουν παραδειγματικά τι εννοούσε ακριβώς όταν μιλούσε για την αταραξία. Κάποτε, παραδίδεται απ’ τις αρχαίες πηγές, ο φίλος του Ανάξαρχος, καθώς βάδιζαν μαζί στις ερημιές της ΄Ηλιδας, γλίστρησε και έπεσε στον παρακείμενο βάλτο. Ο Πύρρων, σαν να μην συνέβη τίποτε, συνέχισε ατάραχος τον περίπατό του αδιαφορώντας παντελώς για τον φίλο του που κινδύνευσε πραγματικά να πνιγεί. Το περιστατικό αυτό ο Ανάξαρχος το διηγείτο συχνά στους ακροατές του για να εκφράσει το θαυμασμό του για τον Ηλείο φιλόσοφο. Προσωπικά βέβαια πιστεύω και τον αποτροπιασμό του για το γεγονός, αφού κόντεψε ν’ αφήσει τα κόκαλα του εκεί για ν’ αποδείξει ο Πύρρων τις θεωρίες του.
Κάποια άλλη στιγμή του άνοιξαν και του καυτηρίασαν με τα πιο επώδυνα αντισηπτικά της εποχής μια πληγή κι ο φιλόσοφος, παρά τον ανυπόφορο πόνο που ένιωθε να τον βασανίζει δεν έκανε ούτε μια σύσπαση, έναν μορφασμό στο ήρεμο και ατάραχο πρόσωπό του. ΄Εδειξε με τον πιο πρόσφορο τρόπο ότι δεν του συνέβαινε τίποτα το συνταρακτικό εκείνη τη στιγμή και τράβηξε άπειρα βλέμματα θαυμασμού πάνω του.
Συχνά αναφερόταν στον ΄Ομηρο και έλεγε ότι δεν πρέπει κανείς να στενοχωριέται ποτέ για το θάνατο γιατί, αφού ο Πάτροκλος που άξιζε περισσότερο απ’ τον καθένα μας πέθανε από το δόρυ του ΄Εκτορα τότε γιατί να ζούμε εμείς που είμαστε σαφώς κατώτεροί του κι ότι οι άνθρωποι μοιάζουν με τα φύλλα των δένδρων που πεθαίνουν το φθινόπωρο. Εδώ έχουμε μια αντίληψη και μια μεταφορά χρησιμοποιημένη ήδη από τη λυρική και τη χορική ποίηση του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.
Αυτά διέσωσε η αρχαία παράδοση για τη ζωή του Πύρρωνα που ομολογουμένως ρίχνουν κάποιο φως και ερμηνεύουν τις δοξασίες του. Οι Ηλείοι, εκτιμώντας την προσφορά του στη Φιλοσοφία αλλά και στην πατρίδα του τον τίμησαν κυρίως ηθικά, όσο ζούσε: τον έκαναν αρχιερέα και απάλλαξαν εξ αιτίας του όλους τους φιλοσόφους από τη φορολογία. Μετά το θάνατό του όμως του ανήγειραν περικαλλές μνημείο ενώ τοποθέτησαν και την εικόνα του στη Στοά της αγοράς της ΄Ηλιδας.
Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά τις θεωρίες του και τη ζωή τους στην Ιστορία του Πνεύματος και ειδικά της Φιλοσοφίας.
Τη διδασκαλία του Πύρρωνα και των διαδόχων του στη Σκεπτική Σχολή μας τη διέσωσαν αποσπασματικά ο Διογένης Λαέρτιος και ο Σέξτος Εμπειρικός. Ο ιδρυτής του Σκεπτικισμού έβγαζε αρνητικά συμπεράσματα από την ασυμφωνία των φιλοσόφων μεταξύ τους στα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας και της ζωής. Κατά τον Πύρρωνα η σοφία, δηλαδή η γνώση είναι σχετική και τίποτα το πραγματικά αληθινό δεν υπάρχει. Η λογική με τη σειρά της δε μπορεί να φτάσει στην πλήρη γνώση του αληθινού με οποιοδήποτε τρόπο. ΄Ετσι, αν θέλουμε να οδηγηθούμε στην ενάρετη αδιαφορία που αποτελεί το ιδανικό του σοφού (το καλό και το κακό είναι επίσης συμβατικά και σχετικά) θα πρέπει να αποφεύγουμε να μιλάμε και να δίνουμε ορισμούς στα πράγματα. Και τούτο γιατί τίποτα δε μπορεί να είναι απόλυτα κατανοητό επειδή δε μπορούμε να ορίσουμε, να γνωρίσουμε δηλαδή ένα πράγμα στις λεπτομέρειές του με ορισμούς μέσω κάποιου άλλου που ανήκει ή όχι στο ίδιο είδος. ΄Ετσι εκείνο που κυριαρχεί στη γνώση των πραγμάτων είναι η φαινομενικότητα.
Κύριο στοιχείο λοιπόν της σκέψης του Πύρρωνα είναι η αμφιβολία για πράγματα που δεν είναι ολότελα φανερά, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνα. Τίποτα δε μπορεί να μας βεβαιώσει με σιγουριά για την ύπαρξη ή όχι των πλατωνικών ιδεών. Συνεπώς δε μπορούμε να έχουμε ή να εκφέρουμε γνώμη ασφαλή ούτε για το Αγαθό ούτε για το Κακό αυτά καθ’ εαυτά (« Ου μάλλον ούτως έχει τόδε ή εκείνης ή ουδετέρως»). ΄Ετσι, ο Ηλείος φιλόσοφος οδηγείται στην ολοκληρωτική άρνηση της ύπαρξης και της σκοπιμότητας της επιστήμης ενώ την ιδέα της ευτυχίας, που ήταν κυριαρχική στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής του, τη μεταβάλλει σε απόλυτη αδιαφορία για το κάθε τι.
Μοναδικός και βέβαιος δρόμος για να φτάσει κανείς στην «απάθεια», αντίληψη που αποτελεί την κορύφωση και το τέρμα της φιλοσοφικής του θεώρησης των πραγμάτων, είναι η «αφασία», το να μη λέει δηλαδή κανείς τίποτα για τίποτα και η «αταραξία». Κύρια όμως απαίτηση της απάθειας είναι ο σεβασμός των νόμων και των συνηθειών. ΄Ετσι, ουσιαστικά ο Πύρρων οδηγείται στην άρνηση των αλλαγών στο κοινωνικό και, συνεπώς, στο πολιτικό περιβάλλον καθώς αρνείται κάθε τάση ή δυνατότητα για αλλαγή, επανάσταση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης.
Οι άνθρωποι πέφτουν στη δυστυχία από δικό τους λάθος γιατί ο πόνος δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη στέρηση εκείνου που νομίζουν ως αγαθό (που φυσικά δεν είναι ή είναι φαινομενικά) και που για να μην το χάσουν ανέχονται να διαπράττεται αυτό που θεωρούν ως κακό. Η «σκέψη» όμως, δηλαδή η αμφιβολία (από εδώ και η ονομασία «Σκεπτικοί», εκείνοι δηλαδή που αμφιβάλλουν για τα πάντα) μειώνει τον πόνο μέχρι να τον αναγκάσει να χαθεί εντελώς. Συγγενείς όροι είναι η «αρρεψία», η αμφιταλάντευση δηλαδή της κρίσης και η «εποχή» (από το ρήμα επέχω), δηλαδή η πλήρης και ολοκληρωτική αδιαφορία. Με την απάθεια ο άνθρωπος ενισχύει την αβεβαιότητα εκείνου που δε μπορεί να κατανοήσει με τον νου ή τις αισθήσεις. ΄Ετσι η ηθική του Πύρρωνα πλησιάζει κάπως από άλλο δρόμο την ηθική των Στωικών και των Επικούρειων.
Ο Πύρρων μαθήτευσε στα νιάτα του στον Βρύσκιο, μαθηματικό και φιλόσοφο της Μεγαρικής Σχολής, η οποία είχε διαδεχθεί με τη σειρά της την αρχαιότερη Ηλειακή Σχολή του Φαίδωνα, όπου μαθήτευσε και ο προγενέστερός του, Ηλείος στην καταγωγή, Αλεξίνος. Ο Πύρρων δηλαδή ακολούθησε πιστά τη μεγάλη Ηλειακή φιλοσοφική παράδοση στην αρχή και τη σκέψη του ενίσχυσε στη συνέχεια η συνάφειά του με τη σκέψη των προγενέστερων ή των σύγχρονών του φιλοσόφων και στοχαστών αλλά και η στενή επαφή του με τους Ινδοσοφιστές που συνάντησε όταν ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στις Ινδίες. Εκεί γνώρισε σε βάθος τον μυστικισμό της Ανατολής αφού ήλθε σε στενή επαφή όχι μόνο με τους βραχμάνους της Ινδίας αλλά και με τους μάγους της Περσίας. Ο ίδιος χωρίς να γράψει ποτέ τίποτα με το χέρι του μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δίδασκε τους μαθητές του προφορικά και ζούσε στην Ηλεία σε πλήρη συμφωνία με τις αντιλήψεις και τη διδασκαλία του. Η στάση του, ο τρόπος ζωής του θύμιζαν κατά πολύ το μεγάλο δάσκαλο του 5ου προχριστιανικού αιώνα, τον Σωκράτη.
Θα μπορούσε να πει κανείς, με κάποια σοβαρή επιφύλαξη πάντα, ότι στο τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα είχε συντελεστεί κατά πολύ η ολοκλήρωση της ζωής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Στα χρόνια του Πύρρωνα κυριαρχούσαν ακόμα τρεις κορυφαίες τάσεις της: η φυσική αντίληψη του Αριστοτέλη για τα πράγματα, η μεταφυσική του Πλάτωνα και η ηθική του Ζήνωνα ενώ οι διάδοχοι του Πλάτωνα αναζητούσαν τις ιδέες στα αφηρημένα μαθηματικά και γίνονταν από φιλόσοφοι ηθικολόγοι. Η διαλεκτική αμφιβολία εξάλλου του Ζήνωνα και ο μεταφυσικός αγνωστικισμός του Ευκλείδη είχαν αρχίσει ήδη να κυριαρχούν πιεστικά στην Ελληνική σκέψη, αφού είχε περάσει πια ο καιρός των Πλατωνικών Ιδεών και της απόλυτης γνώσης: της απόλυτης βεβαιότητας της γνώσης. Στην πραγματικότητα τα πάντα σχεδόν είχαν συζητηθεί, όμως το Σύμπαν είχε κρατήσει για τον εαυτό του το μεγάλο μυστικό της δημιουργίας του, ενώ οι άνθρωποι είχαν κουραστεί να αναζητούν μάταια την αρχή και την ουσία των όντων. ΄Ετσι, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη φιλοσοφία και τη διδασκαλία του Πύρρωνα που ήλθε για να αμφισβητήσει τα πάντα και να δείξει στον άνθρωπο το μάταιο του αγώνα του για πλήρη, ολοκληρωτική και απόλυτη γνώση.
Κατά τον Πύρρωνα δεν υπάρχει τελική αλήθεια ούτε βεβαιότητα. ΄Ετσι καταργείται για πάντα ο δογματισμός. ΄Η σχεδόν για πάντα. Η επιδίωξη της ψυχικής γαλήνης είναι πολυτιμότερη για τον άνθρωπο από την ίδια την αλήθεια. Η παύση της αναζήτησης οδηγεί τον άνθρωπο στην αταραξία. Τα πάντα είναι συμβατικά και ανεκτά, συνεπώς ο καθένας οφείλει να είναι πάντα ανεκτικός απέναντι στους άλλους και να τους αποδέχεται έτσι όπως πράγματι είναι. Εξάλλου, ούτε ο νους ούτε οι αισθήσεις δίνουν ασφαλή και βέβαιη γνώση παρά τα όσα έλεγαν οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, γιατί οι μεν αισθήσεις παραμορφώνουν τα πράγματα ενώ ο νους δεν είναι παρά ένας σοφιστής – υπηρέτης των επιθυμιών του καθενός και κάθε λόγος έχει υποχρεωτικά και τον αντίλογό του. Κι ακόμη, διακήρυττε ο Πύρρων, το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, μικρό ή μεγάλο, όμορφο ή άσχημο, έξυπνο ή ηλίθιο ανάλογα με τις συνθήκες και την ψυχική μας διάθεση. ΄Όλα είναι μια πρόσκαιρη γνώμη, ακόμη και η ύπαρξη των θεών. Ο Πύρρων είναι στην πραγματικότητα ο θεμελιωτής της σύγχρονης θεωρίας της σχετικότητας χωρίς τη μαθηματική της διατύπωση κι όταν τον ρώτησαν γιατί εξακολουθεί και δεν πεθαίνει, απάντησε ότι σε τίποτα δεν διαφέρει το ένα από το άλλο και φυσικά του είναι αδιάφορο τι από τα δύο θα επικρατήσει και πότε.
Η επίδραση του Πύρρωνα στην κατοπινή εξέλιξη της φιλοσοφίας ήταν μεγάλη και ποικίλη κι ο Ηλείος φιλόσοφος θεωρήθηκε στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως ο τελευταίος στη σειρά μεγάλος στοχαστής της κλασσικής περιόδου της αρχαιότητας πριν από τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο της ΄Υστερης αρχαιότητας. Οι σύγχρονοί του Επικούρειοι και Στωικοί δέχτηκαν στην ανάπτυξη του στοχασμού τους πολλές Πυρρώνειες επήρειες ή τον επηρέασαν κι αυτοί με τη σειρά τους. Κατά τον ίδιο τον Επίκουρο μάλιστα το μέγιστο ιδανικό του φιλόσοφου είναι η αταραξία και η «καταστηματική ηδονή», όπως την ονομάζει, συνίσταται στην πλήρη έλλειψη φυσικού πόνου («απονία») και ταραχής.
Ο Πύρρων απόκτησε πολλούς μαθητές, όπως τον Φίλωνα τον Αθηναίο, δεν ίδρυσε όμως ποτέ κανονική σχολή με κανόνες κατά το πρότυπο της Πλατωνικής Ακαδημίας ή του Αριστοτελικού Λυκείου. Τη διδασκαλία του τη συνέχισε κυρίως ο μαθητής του Τίμων ο Φλειάσιος (320-230 π.Χ.) που έγραψε εκτός των άλλων και τραγωδίες, σατυρικά δράματα, ιάμβους κ.ά. Ονομαστό ήταν κατά την Αρχαιότητα το έργο του «Σίλοι» (σκώμματα σε τρία βιβλία), όπου ο ποιητής, παρωδώντας την Ομηρική «Νέκυια», κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο και συζητάει με τον Ξενοφάνη ασκώντας κριτική και διακωμωδώντας εκ του ασφαλούς όλους τους τύπους που απεικόνιζε σ’ αυτό.
΄Εμμεσοι μαθητές του Πύρρωνα, άμεσα επηρεασμένοι όμως από τη διδασκαλία του, ήταν οι Ακαδημαϊκοί Αρκεσίλαος και Καρνεάδης. Ο Αρκεσίλαος, διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας από το 260 π.Χ. μέχρι τον θάνατό του στα 240 π.Χ., ήταν δεινός συζητητής και διαλεκτικός. ΄Εγραψε λίγα κι αυτά σε στίχους, όπως οι παλιότεροι ΄Ιωνες φιλόσοφοι. Η φιλοσοφική του διδασκαλία, απομακρυσμένη αρκετά από τη διδασκαλία του Πλάτωνα, του ιδρυτή της σχολής που διοικούσε, ήταν ένα κράμα από δόγματα των Ακαδημεικών, των Μεγαρικών και των Σκεπτικών και βρισκόταν πάντα σε αντιπαλότητα και αντιδικία με τη διδασκαλία των Στωικών. Κατ’ αυτόν, το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει την αλήθεια γιατί το ψεύτικο και το αληθινό παρουσιάζονται εξίσου ακαταμάχητα. ΄Ετσι ο σοφός το μόνο που μπορεί ή δικαιούται να κάνει είναι να αμφιβάλλει συνεχώς για ό,τι νομίζει ότι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις ή τον νου και να αρκείται μόνο στο να θεωρεί τα πάντα πιθανά.
Διάδοχος του Αρκεσίλαου στην Ακαδημία ήταν ο Καρνεάδης, ονομαστός ρήτορας και διαλεκτικός. Ο τρόπος που ζούσε συμφωνούσε περισσότερο με τη ζωή του Πύρρωνα παρά με την παράδοση της σχολής του. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι πολλές φορές, αφοσιωμένος στη μελέτη πολύπλοκων φιλοσοφικών προβλημάτων, ξεχνούσε ακόμη και να φάει. Κατά τον Καρνεάδη υπάρχουν τρεις βαθμοί πιθανότητας, όμως η αντικειμενική αλήθεια παραμένει παντελώς άγνωστη γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίσουν παρά μόνο τα φαινόμενα. Το 156 π.Χ. πήγε στη Ρώμη ως επίσημος απεσταλμένος και εκπρόσωπος της πόλης του, της Αθήνας. Εκεί έδωσε δύο διαλέξεις: την πρώτη, για να αποδείξει την ύπαρξη της Δικαιοσύνης και τη δεύτερη, την επόμενη ημέρα ακριβώς, για να την αναιρέσει. Είναι προφανές ότι άρχιζε η αναβίωση της παλαιάς Σοφιστικής μέσα όμως από την κούφια ρητορικότητα της νέας. Η συμπεριφορά του άφησε αλγεινή εντύπωση και σοκάρισε τα μέγιστα τους συντηρητικούς και πρακτικούς Ρωμαίους που τον αποδοκίμασαν αμέσως και έντονα. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν απογοήτευσε τον Αθηναίο φιλόσοφο που συνέχισε απτόητος τη διδασκαλία του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου μετά από λίγα χρόνια διαδέχθηκε τον Αρκεσίλαο στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Μαθητές του Καρνεάδη υπήρξαν ο Κλειτόμαχος ο Καρχηδόνιος (2ος αι. π.Χ.) και ο Φίλων (2ος-1ος αι. π.Χ.).
΄Αλλοι ονομαστοί σκεπτικοί ήταν: ο Μηνόδοτος, ο Αινισίδιμος ο Κνώσσιος, ο οποίος αναθέρμανε το κίνημα του Σκεπτικισμού και συστηματοποίησε τη διδασκαλία του με τα οκτώ βιβλία των «Πυρρώνειων λόγων» που συνέγραψε και για τον οποίο «το πολλοίς πείθον αληθινόν», ο Ηρόδοτος και ο μαθητής του Σέξτος ο Εμπειρικός, συγγραφέας των «Πυρρώνειων υποτυπώσεων» και του «Προς μαθηματικούς», εναντίον δηλαδή των μαθηματικών, δηλαδή των Πυθαγορείων φιλοσόφων, όπου εκθέτει διεξοδικά και με έντονα κριτικό πνεύμα το σύνολο των αντιλήψεων του Πύρρωνα και των μαθητών του, γεγονός που σημασιοδοτεί και τη δική του συμβολή στην αποκρυστάλλωση και διάσωση των δογμάτων του Σκεπτικισμού.
Μετά τη μεγάλη ακμή του Σκεπτικισμού και των σχεδόν παράλληλων χρονικά σχολών του Στωικισμού και των Επικούρειων αρχίζει ο σταδιακός μαρασμός της Ελληνικής φιλοσοφίας με κάποιες εξάρσεις κατά διαστήματα, συνακόλουθο φαινόμενο της γενικότερης πτώσης και παρακμής του Ελληνικού πολιτισμού και της πολιτικής ελευθερίας που τον δημιούργησε. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατάκτησης που ακολούθησαν η φιλοσοφία μετατρέπεται σ’ ένα κράμα εκλεκτικισμού, αναζήτησης νέων αντιλήψεων και νέων θεοτήτων, μαγείας και δυσπιστίας γενικά προς κάθε παγιωμένη αντίληψη ενώ παντού επικρατεί η Νέα Σοφιστική που δεν είναι παρά ένα κίνημα καθαρά βερμπαλιστικό, μία στείρα επίδειξη γνώσεων των σοφιστών-ρητόρων που γυρνούν από πόλη σε πόλη και επιδεικνύουν τις ρητορικές του ικανότητες σε πυκνά ακροατήρια. ΄Υστερα από την αναλαμπή του Νεοπλατωνισμού (Πλωτίνος, Πρόκλος κ.ά.) και του Στωικισμού (Σενέκας, Μάρκος Αυρήλιος κ.ά.) και τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού η Ελληνική Φιλοσοφία φθίνει συνεχώς για να πεθάνει οριστικά με την ενσωμάτωση κάποιων αντιλήψεων και μεθόδων της στη Χριστιανική Θεολογία μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 529 μ.Χ.
Το τέλος του αρχαίου κόσμου είναι στέρεα δεμένο με το τέλος της αρχαίας φιλοσοφίας και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού. Παρά ταύτα όμως η Ελληνική σκέψη θα συνεχίσει την πορεία της έμμεσα μέσα από το επίσημο δόγμα και τις αιρέσεις, τις ατελείωτες συζητήσεις για τη δογματική θεμελίωση της νέας θρησκείας, τα γραπτά των φωτισμένων πατέρων της εκκλησίας του 4ου και 5ου μεταχριστιανικού αιώνα και των διαδόχων τους καθώς και μέσα από τις πολυποίκιλες αιρέσεις που διασάλευσαν πολλές φορές την ενότητα του ενός και μοναδικού και από όλους αποδεκτού θρησκευτικού δόγματος.
Το τέλος του Σκεπτικισμού ως φιλοσοφικού κινήματος αρχίζει να επιβάλλεται σταδιακά από τον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα κυρίως υπό τα δυνατά χτυπήματα της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, που αρχίζει να γίνεται κυρίαρχος στις χώρες της Μεσογείου. Βέβαια, ποτέ δεν έσβησε εντελώς από τη σκέψη των ανθρώπων η αμφιβολία για τα πράγματα και το γενικότερο πνεύμα της αμφισβήτησης που οι ρίζες τους βρίσκονταν ήδη πολύ βαθιά στο κίνημα των σοφιστών του 5ου π.Χ. αιώνα δεν έπαψαν ποτέ να καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος στην ανθρώπινη σκέψη. Εξάλλου, αυτό ακριβώς το πνεύμα της αμφισβήτησης γονιμοποίησε και τη μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη, αφού το συναντάμε μεταστοιχειωμένο σε θεολογία στις διάφορες Χριστιανικές αιρέσεις αλλά κυρίως στους φιλοσόφους της ΄Ύστερης Αναγέννησης κι ακόμη στο Μονταίνιο, τον Χιουμ, τον Καρτέσιο ακόμα και στον Καντ, στο κίνημα του Σχετικισμού και τέλος ακόμα και στις μέρες μας στην αρνητική και ακραία απορριπτική στάση του χιπισμού. Επί πλέον θα έλεγα ότι σήμερα μετά την κατάρρευση των ιδεολογιών και των καθεστώτων που στηρίζονταν σ’ αυτές η αμφιβολία και η έλλειψη σταθερής πίστης ή η αναζήτηση νέας αποτελεί κυρίαρχη αντίληψη σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Γης.
Ο Σκεπτικισμός ως οργανωμένο φιλοσοφικό κίνημα εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα χρόνια του Αλέξανδρου και των διαδόχων του. Σε μια εποχή – τομή δηλαδή, όταν η κρίση σε όλους τους θεσμούς, τη σκέψη, την πολιτική και τον πολιτισμό είναι κυρίαρχο φαινόμενο στον κλασικό Ελλαδικό χώρο και τον «κόσμο» του και οι αλλαγές που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν είναι ακόμη αμφίβολες και άγνωστες. Η μορφή ακριβώς αυτού του κόσμου αλλά και το ιδεολογικό του περιεχόμενο τότε αρχίζει να αλλάζει ριζικά, από τη βάση του, οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές δομές παθαίνουν σιγά – σιγά ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις. Η πόλη – κράτος, θεσμός στον οποίο στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο η ανάπτυξη του κλασικού Ελληνικού πολιτισμού, αποδυναμώνεται αρχικά μέχρι την οριστική του διάλυση και στη θέση του εγκαθιδρύεται η νέα μορφή του κοσμοκρατορικού ιδεώδους της Μακεδονικής μοναρχίας και των μεγάλων πολυεθνικών κρατικών μηχανισμών με την κυριαρχία του Ελληνικού στοιχείου που τώρα πια είναι Ελληνιστικό.
Τις εξελίξεις αυτές και τις μεταλλαγές ή τις μεταλλάξεις τους που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια ακόμα και μεγάλα και ισχυρά πνεύματα, όπως ο Αριστοτέλης, που τις έζησαν από κοντά, δεν θα κατορθώσουν να τις κατανοήσουν και θα εξακολουθήσουν να επιμένουν σε περασμένες μορφές ανάλυσης των γεγονότων και των ιδεολογιών, σε ξεπερασμένες μορφές πολιτικής και κοινωνικής διαβίωσης. Μόνο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους θα γίνει κατανοητή σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή των καιρών με τον ιστορικό προορισμό που θα δώσουν οι Στωικοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, στην οικουμενικότητα του Ρωμαϊκού κράτους. Με την αντίληψη αυτή θα συμφωνήσουν αργότερα και οι Χριστιανοί διανοητές και πατέρες της Εκκλησίας όταν θα τους αναγνωριστεί και επίσημα το δικαίωμα της ύπαρξης από τον Κωνσταντίνο και θα προσδώσουν έτσι την ίδια οικουμενικότητα στη Χριστιανική πλέον Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αλλά και στην ίδια τη Χριστιανική πίστη.
Οι συνθήκες που επεκράτησαν παγκοσμίως μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου δεν ήταν δυνατόν παρά να ευνοήσουν τη διάδοση της Σκεπτικής Φιλοσοφίας, όπως επίσης και των παράλληλων προς αυτήν διδασκαλιών των Στωικών, των Επικούρειων και των Κυνικών. Η στενή επαφή του Ελληνισμού με τους λαούς της Ανατολής που εντείνονται στα χρόνια των διαδόχων ενισχύει την ιδεολογική σύγχυση και ο Συγκρητισμός και ο Εκλεκτισμός δημιουργούν καινούριες τάσεις στην ανθρώπινη σκέψη και νέες διεξόδους στην κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που αναφύονται καθημερινά μέσα στα πλαίσια των ανατρεπτικών αλλαγών που συμβαίνουν συνεχώς, αφού ο άνθρωπος από τούδε και στο εξής θα είναι πια πολίτης του κόσμου (κοσμοπολίτης) και όχι ενεργό και δραστήριο μέλος μιας πόλης – κράτους.
Εξάλλου, ο Σκεπτικισμός δεν γεννήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Στοιχεία του προϋπήρχαν ήδη στη διδασκαλία των πρώτων σοφιστών και ιδιαίτερα του Πρωταγόρα, ο οποίος με τον υποκειμενισμό που τον διέκρινε άνοιξε το δρόμο σε νέες επιστημονικές και λογικές έρευνες. Ακόμα κι αυτή η στάση του Σωκράτη με τη θεατρική προσποίηση της άγνοιας και με την πλήρη κατάφαση της αγνωσίας (εν οίδα ότι ουδέν οίδα) καθώς και με τον απορριμματικό τρόπο της διδασκαλίας του, την περίφημη μαιευτική μέθοδο δηλαδή, θεμελιώνει με τη σειρά της την έννοια της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης που θα αποτελέσει τη βάση της διδασκαλίας των Πυρρωνιστών, με τους οποίους μάλιστα θα οδηγηθεί σε ακρότατα αρνητικές μορφές σκέψης, αφού θα αρνηθεί στο τέλος ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη. Από την αμφιβολία αυτή όμως και σε αντίθεση προς τους Σκεπτικούς θα γεννηθεί και η πρώτη βεβαιότητα του Καρτέσιου που θα θέσει τις βάσεις για τη νεότερη Φιλοσοφία, η σκέψη δηλαδή ως προϋπόθεση της ύπαρξης («Σκέφτομαι άρα υπάρχω»).
Στον Πυρρωνισμό όμως η αμφιβολία δεν είναι προϋπόθεση και γι’ αυτό δεν δίνει κανένα σταθερό αποκούμπι στον άνθρωπο, καμία βεβαιότητα, γι’ αυτό και στο τέλος καταντάει ένα ανούσιο και άχρηστο λεκτικό παιχνίδι. Γι’ αυτό ίσως και τα περισσότερα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα που ακολούθησαν χτύπησαν με τέτοιο πάθος το Σκεπτικισμό, αφού μέσα στις θεωρίες του έβρισκαν αυτό που ήθελαν ν’ αποφύγουν με τη διδασκαλία τους, τα στοιχεία της διάλυσης δηλαδή και της αποδυνάμωσης κάθε πίστης και εγκυρότητας της γνώσης ή του δόγματος. ΄Ετσι, κατά τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, ο Σκεπτικισμός δεν είναι παρά μια επικίνδυνη και κακή αρρώστια, εχθρική σε κάθε μεταφυσική και συνεπώς σε κάθε θεολογική διάθεση και βεβαιότητα.
Εκεί όμως που ο Σκεπτικισμός, αν επικρατούσε ολοκληρωτικά ως ιδεολογία, φιλοσοφική πρόταση και στάση ζωής, θα έδινε τη χαριστική βολή είναι η κοινωνία και η πολιτική, όπως είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε ή συνέχισαν να διαμορφώνονται και στο μέλλον. Με την άρνηση κάθε δράσης και την κήρυξη της αδιαφορίας για τα κοινά ως ιδανικής στάσης του πολίτη, με την αταραξία και την απαθή αποδοχή όσων συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά, η κοινωνική και πολιτική συγκρότηση και εξέλιξη των καθεστώτων θα έριχνε τις πόλεις, τις χώρες, τους λαούς στον πιο μεγάλο κίνδυνο και βέβαια μια τέτοια στάση θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παράδοση, αφού πολιτικά συστήματα όπως των Αθηνών για παράδειγμα απαγόρευαν αυστηρά την αδιαφορία και τη μη συμμετοχή του πολίτη στα καθημερινά τεκταινόμενα της πόλης του. Ο Πυρρωνισμός δεν είναι παρά μια φιλοσοφία, ένας τρόπος σκέψης που γεννήθηκε σε εποχή μεγάλης κρίσης και σημαντικών ανατροπών και είναι γνωστό από την Ιστορία ότι σε τέτοιες εποχές υπάρχει πάντα έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης, της αμφιβολίας, της αδιαφορίας αλλά και της αναζήτησης ταυτόχρονα διεξόδων που θα βγάλουν στο τέλος τις κοινωνίες από τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει. ΄Ετσι, από την πλευρά αυτή εκπλήρωσε όσο καλύτερα μπορούσε τον προορισμό του με την ώθηση που έδωσε, έστω και αρνητικά, στο ξανακοίταγμα των προβλημάτων που ακολουθούσαν πάντα την εξέλιξη των αρχαίων κοινωνιών και μάλιστα των Ελληνικών.
Παρά ταύτα όμως οι σκεπτικιστές δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, αρνητές των πάντων μια και δέχονταν με υπομονή, και με απάθεια έστω ή με αδιαφορία, τον απλό, συνηθισμένο και καθημερινό τρόπο ζωής που είχαν παραλάβει από τους προγόνους τους, αρνούνταν όμως κάθε αλλαγή, συνεπώς αποτελούσαν ιδεολογικό εμπόδιο στην εξέλιξη της κοινωνίας και της Ιστορίας. Λέει χαρακτηριστικά ο Σέξτος ο Εμπειρικός: «Μένοντας προσκολλημένοι στα φαινόμενα ζούμε χωρίς δογματισμούς σύμφωνα με τον καθιερωμένο κανόνα ζωής, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε τελείως άπρακτοι». Και γιατί, προσθέτουμε εμείς, πώς θα φέρουμε τη ζωή μας ως το τέλος, αν δεν κάνουμε τίποτε για τον επιούσιο και τις λοιπές βιολογικές μας, και όχι μόνο, ανάγκες; Εξάλλου οι Σκεπτικοί αρνούνταν την εκούσια έξοδο απ’ τη ζωή, την αυτοκτονία δηλαδή, σε αντίθεση με άλλες φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις της εποχής τους.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Σκεπτικισμός είναι η σκέψη και η στάση εκείνη της ζωής που οι κοινωνίες, όταν επιδιώκουν την πρόοδο, συνήθως αποφεύγουν, γιατί η πλήρης και άκριτη αποδοχή τους θα σήμαινε γι’ αυτές την οριστικής τους διάλυση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων την ανακοπή κάθε πορείας ή κίνησης προς τα εμπρός.
Και εδώ, το ανέφερα και πιο πάνω, ερχόταν σε σύγκρουση με μεγάλο μέρος της Ελληνικής παράδοσης. Ο Σόλων, ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., είχε απαγορέψει αυστηρά με νόμο την αδιαφορία για τα κοινά, τιμωρώντας τον «μη μετέχοντα» με παντελή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων υποβιβάζοντάς τον σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας. ΄Ενας νόμος που θα πρέπει να ίσχυε και σε άλλα Ελληνικά κράτη, κυρίως, δημοκρατικά. Η απάντηση λοιπόν στον πολιτικό Σκεπτικισμό είχε δοθεί από παλιά, από τον ίδιο τον θεμελιωτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και είναι γνωστό το πόσο μεγαλούργησε η Αθήνα με αφετηρία αυτό τον νόμο και ότι οδηγήθηκε σε παρακμή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν αυτός ο νόμος άρχισε να καταστρατηγείται μαζί με άλλους εξίσου σημαντικούς.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Κουτσούνης και Τρομοκρατία της ομορφιάς

Στάθη Κουτσούνη: Η τρομοκρατία της ομορφιάς. Ποίηση. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αθήνα 2004. Σελ. 48.

Το ανά χείρας ποιητικό βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη, που πρωτοεμφανίστηκε στα 1987 με την ποιητική συλλογή: «Σπουδές για Φωνή και Ποίηση» (εκδόσεις «Υάκινθος») και συνέχισε την ποιητική του διαδρομή με τα βιβλία: «Τρύγος αιμάτων» (Εκδόσεις «Σμίλη», 1991) και «Παραλλαγές του μαύρου» (Εκδόσεις «Δελφίνι»,1998) είναι το τέταρτο κατά σειράν και το πιο ώριμο, ίσως.
Ο ποιητής γεννήθηκε στα 1959 στη Νέα Φιγαλεία, όπου και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα μέσα στο κλίμα της αστικής μετανάστευσης που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την ιστορία του Ελληνικού κράτους κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Δεν ξέρω αν και πόσο έχει επηρεάσει ο γενέθλιος τόπος και η ζωή σ’ αυτόν το έργο του. Μάλλον όχι. Τα δημοσιευμένα κείμενα δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, όπως π.χ. δείχνουν μια βαθιά επίδραση της μουσικής και του πνεύματός της, όπου φαίνεται ότι έχει κάνει κάποιες σχετικές σπουδές.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, όπως το λέει εν μέρει και ο τίτλος της, είναι σπουδές πάνω στην ποίηση, μια πρώτη απόπειρα για την ακρίβεια να αρθρώσει, σε κάποια σημεία με επιτυχία, τον δικό του αυτόνομο και αυτεξούσιο ποιητικό του λόγο μέσα από τη συνεχή διαπάλη έρωτα και θανάτου. Η λέξη «φωνή» ενδέχεται να έχει τη διπλή σημασία που παρουσιάζει στη γλώσσα μας και το μουσικό όργανο δηλαδή αλλά και το όργανο συγχρόνως μέσω του οποίου εκφράζεται ο άνθρωπος.
Πιο ώριμος ο λόγος του στην επόμενη ποιητική συλλογή του, όπου γίνεται έντονα μεταφορικός, με τη χρήση παραμυθιών και παραβολών, κατά την προσφιλή έκφραση του Σεφέρη ( Δες το ποίημα «Ο Τελευταίος Σταθμός»), οδηγείται σε έναν έντονο διονυσιασμό που του επιτρέπει να βλέπει, κατά τη γνώμη μου, και την άλλη πλευρά των πραγμάτων και το μεταφυσικό τους βάθος.
Η τρίτη του ποιητική συλλογή φαίνεται πιο προσωπική, ο λόγος γίνεται πιο οικείος και ο ποιητής καταδύεται στον μέσα του κόσμο και ανιχνεύει, με πάθος και πείσμα, αγωνίες και συναισθήματα, σκέψεις και επιθυμίες ενώ συνάμα έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο κοινή ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο, σαν ίσος προς ίσον, χωρίς μεταφυσικούς κορδακισμούς και μεμψίμοιρη προσποίηση. Ο ποιητής πάσχει, δέχεται ολόκληρη την ενέργεια του αντικειμένου, συνάμα όμως το παρατηρεί με κάθε προσοχή και σεβασμό, όπως και ο καιόμενος στο ομώνυμο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου. Ο θάνατος είναι ο θάνατος των πάντων κι όχι αυτός μονάχα που αντιμετωπίζει καθημερινά κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η ίδια αντιμετώπιση και της ομορφιάς και του έρωτα υπάρχει και στο ανά χείρας βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη. Τούτο επιτυγχάνεται, εκτός των άλλων, και με την επιστράτευση καλά χωνεμένων τρόπων και μοτίβων του δημοτικού τραγουδιού και της λαϊκής παράδοσης. Η συλλογή αυτή περιέχει μερικά από τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου ερωτικά ποιήματα που γράφτηκαν στην εποχή μας. Εξαιρώ μονάχα το ποίημα «Ανίατη» κι αυτό για ψυχολογικούς λόγους, γιατί μου δημιουργεί μέσα μου μια αίσθηση ψύχρας και παγωνιάς και η συμβίωση ή η αντικατάσταση της αγαπημένης, παρά τον ενυπάρχοντα αυτοσαρκασμό, με την σπονδυλαρθρίτιδα, μια απώθηση.
Η ομορφιά στο Στάθη Κουτσούνη δεν αποτελεί μια αισθητική ή μεταφυσική κατηγορία που την ατενίζεις ενεός, με ανοιχτό το στόμα. Ενέχει βέβαια και αυτό το στοιχείο αλλά κυρίως είναι μια σκληρή και μερικές φορές τραγική και κάποτε αποτρόπαιη πραγματικότητα που πρέπει να την αντιμετωπίσεις ο ίδιος με τις δικές σου δυνάμεις και να την αντέξεις ως το τέλος γιατί μπορεί, αν δεν προσέξεις, να σε συντρίψει: «με βρήκε το πρωί κομματιασμένο
ανάμεσα στις τρομερές
σκλήθρες της ομορφιάς σου
΄Ετσι η συλλογή αρχίζει ανάποδα, από το τέλος δηλαδή. ΄Ισως για να ξορκίσει το κακό. Το πρώτο ποίημα ονομάζεται «Επίλογος». Σαν να μπαίνεις στην ιστορία ή τη ζωή από το τέλος, όχι βέβαια από την πίσω πόρτα. ΄Ισως γιατί η παράλληλη παρουσία του θανάτου, αν και μικρή σε ένταση, όμως είναι δραστήρια, επηρεάζει τα μέγιστα την καθημερινότητα του ανθρώπου κι αυτός πασχίζει συνεχώς και με αγωνία να μαζέψει τα κομμάτια της ύπαρξής του, όπως στις βακχικές γιορτές της αρχαιότητας, το πνεύμα των οποίων επιβιώνει και σ’ αυτή τη συλλογή, ενώ συγχρόνως ανασημασιοδοτούνται παμπάλαιες, αρχετυπικές μορφές της ποιητικής μας κληρονομιάς και αποχτούν καινούριο νόημα, όπως π.χ. η Ελένη ή η Πηνελόπη.
΄Ένα από τα καλύτερα ποιήματα αυτού του βιβλίου είναι: «Ο Τοκετός». Σ’ αυτό παρουσιάζεται η γραφή ενός ποιήματος με τη γέννηση ενός μωρού. Βέβαια η εικόνα είναι κοινότοπη αλλά η συσχέτιση των λέξεων ευρηματική. Με το ποίημα: «Απεικόνιση» μας γνωστοποιεί ότι η κατασκευή ενός ποιήματος, όπως ακριβώς η κατασκευή του γεφυριού της παράδοσης, απαιτεί και τη συγκεκριμένη θυσία, της γυναίκας του πρωτομάστορα δηλαδή και γι’ αυτό, όπως είναι φυσικό στις μέρες μας, παραμένει ένα ανέφικτο και απροσπέλαστο ιδανικό. Η κατασκευή του ποιήματος, λοιπόν, είναι μη κατακτήσιμη ενέργεια γι’ αυτό και ο ποιητής προσπαθεί να προσεγγίσει το εφικτό μόνο υποδυόμενος κάθε φορά διάφορους και διαφορετικούς ρόλους.
Η ομορφιά, λοιπόν, τρομοκρατεί. ΄Η τρομοκρατείται; Η απάντηση είναι μάλλον υποκειμενική. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ποιητής ηλικιακά ανήκει στη γενιά που ονομάστηκε «γενιά του ιδιωτικού οράματος». ΄Αλλωστε, η καταστροφή της ύπαρξης, ο κατακερματισμός σώματος και ψυχής δεν μπορεί παρά να τρομοκρατεί και την ίδια την ομορφιά. Το μόττο της συλλογής, ένας στίχος του Υβ Μπονφουά, μιλάει κι αυτός για την καταστροφική δύναμη της ομορφιάς που έχει τη δύναμη να αφανίσει την ύπαρξη. Τελικά, παραμένει, κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα: η ομορφιά είναι ευχή ή κατάρα για τον άνθρωπο; Και η ποίηση έρχεται με τη σειρά της να το εξετάσει ως ιστορικό γεγονός, ως υπαρξιακή ανάγκη ή ως φιλοσοφική έκφραση και ψυχική επαγρύπνηση.
Συμπερασματικά, ο Στάθης Κουτσούνης βρίσκεται πια στην ωριμότητά του. Ο ποιητικός του λόγος είναι συμπαγής και ενιαίος και από συλλογή σε συλλογή ή από ποίημα σε ποίημα δεν παρατηρούνται μεγάλες ή θεαματικές αλλαγές και μετακινήσεις του ποιητικού υποκειμένου από θέση σε θέση. Ο ποιητής φαίνεται πως έχει βρει οριστικά το δρόμο του και αυτόν ακολουθεί κατά γράμμα παρά την τάση για αμφισβήτηση που τον διακρίνει ή την απογοήτευση και το άγχος που τον διακατέχει. Τα ποιήματα της τελευταίας του ποιητικής μας επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την παρατήρηση αυτή.
Ανδρέας Φουσκαρίνης

Ο Δημήτρης Χατζής και ο κόσμος του Τέλους της μικρής μας πόλης

Ο Δημήτρης Χατζής και ο «κόσμος» του «Τέλους της Μικρής μας Πόλης»
Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Γράφει η Μαντώ Αραβαντινού στα 1977 στο κείμενό της : « Γραφή της εξορίας»: « Ο Δημήτρης Χατζής μακριά από την πληγή του κακού, μακριά από την πατρίδα, γράφει και λέει την αλήθεια. Μια αλήθεια ποιητική, ανθρώπινη, πέρα από σκοπιμότητες, μακριά από δογματισμούς, αυτοκριτικές για τη μεθόδευση του κινήματος απ’ τους ηγέτες, λαθεμένες πολιτικές κιν[1]ήσεις και διεκδικήσεις, ο Χατζής μιλάει και ιστορεί την αλήθεια ενός λαού που σταυρώθηκε: μπροστά σε τέτοια φοβερά και κοινά παθήματα, μονάχα η γλώσσα της αλήθειας και της ταπεινοσύνης μπορεί ν’ αντέξει κι αυτή η ταπεινοσύνη, αυτή η σχεδόν παιδικότητα της γραφής, βρίσκεται στο Μακρυγιάννη και την προφορική παράδοση».1
Κέντρο αυτού του λαού, λοιπόν, που σταυρώθηκε κατά την Αραβαντινού και που την αλήθειά του προσπάθησε να μας γνωρίσει με το λογοτεχνικό του έργο ο Δημήτρης Χατζής, κέντρο όμως απόκεντρο κατά κάποιο τρόπο και περιθωριακό, αν δε δημιουργούν αντίφαση οι λέξεις μεταξύ τους, αφού ζει στις άκρες της κοινωνίας και του κόσμου, είναι ο γυναικείος πληθυσμός του έργου του, σ’ όποια κοινωνική τάξη ή ομάδα κι αν ανήκει, καθώς και διάφοροι άλλοι περιθωριακοί πλην εργαζόμενοι τύποι και μοναχικοί, όπως ο γύφτος π.χ. στο διήγημα: «Σιούλας ο Ταμπάκος», παραπεταμένοι, φαινομενικά αδιάφοροι, που κανείς δεν υποψιάζεται την ύπαρξή τους και που κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς εκτός από εκείνη τη στιγμή, την ώρα της αλήθειας.
Είναι αυτός ο πληθυσμός των ταπεινών και των καταφρονεμένων που πρώτος συλλαμβάνει τα κρυμμένα μηνύματα των καιρών, τις επερχόμενες με τη μορφή καταστροφικής καταιγίδας αλλαγές, το οριστικό τέλος μιας εποχής και την ελπιδοφόρα αρχή μιας άλλης, που λόγω της καταπίεσης, μέσα από τη στέρηση, την ανάγκη και την ανημπόρεια, σωματική, κοινωνική, πολιτισμική, οικονομική και ψυχική ή και εξ αιτίας τους, κρατάει τα μάτια της ψυχής του ανοιχτά και με σηκωμένες τις ευαίσθητες κεραίες των αισθήσεών του βλέπει καθαρά και ξάστερα ό,τι πεισματικά αρνούνται ή αδυνατούν να δουν οι κρατούσες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, σαν να ζουν κάπου αλλού, σε κάποια άλλη κοινωνία, σε κάποιο άλλο χρονικό διάστημα, όταν τελικά καταφθάνουν οι αλλαγές, που είναι αναπόφευκτες, ξαφνιάζονται και καταρρέουν μαζί με το παλιό καθεστώς χάνοντας ταυτόχρονα τον κόσμο από τα μάτια τους και τη θέση που μέχρι τότε κρατούσαν στην κοινωνία[2].
Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του ο Δημήτρης Χατζής ανατέμνει, περιγράφει, μελετάει και αναλύει τα βεβαιωμένα αδιέξοδα και τις ακυρωμένες ελπίδες ενός κόσμου μίζερου, καταπιεστικού και παρακμασμένου που του κατατρώει τα σπλάχνα η φθορά και η διάλυση, τη στάση του οποίου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό η στέρηση και η ανάγκη, η πολιτική, κοινωνική, ψυχική, οικονομική, επαγγελματική και πολιτισμική πενία και ταυτόχρονα ενός κόσμου που προσπαθεί απεγνωσμένα πλην μάταια να τινάξει από πάνω του τα σκληρά δεσμά που άλλοι του έχουν επιβάλλει και να ζήσει όσο του είναι δυνατόν ελεύθερα και δημιουργικά και για τον εαυτό του αλλά και για το σύνολο μέσα σε άθλιες οικονομικά και κοινωνικά συνθήκες, έχοντας συνάμα ν’ αντιμετωπίσει την εχθρική στάση μιας υπό διαμόρφωση κοινωνίας και των ηγέτιδων τάξεών της, παλαιών και νέων.
Ο κόσμος αυτός του Δημήτρη Χατζή στην πραγματικότητα είναι ένας κόσμος εξόριστος και περιθωριακός, αποκλεισμένος, φυλακισμένος στο ίδιο του το σπίτι και το τέλος του προδιαγεγραμμένο και, φυσικά, καταδικαστικό. Εκτός κι αν το δουν έγκαιρα, διαβλέψουν τις επερχόμενες αλλαγές και αλλάξουν την ίδια κιόλας στιγμή γραμμή πλεύσης. Εδώ δρα ως καταλύτης καίρια και καθοριστικά ο γυναικείος και ο άλλος, ο διπλά καταπιεσμένος πληθυσμός των πεζογραφημάτων του.
Ως γνήσιος μαρξιστής ο Δημήτρης Χατζής, παρόλες τις διαφωνίες με το επίσημο κόμμα, παρουσιάζει τις ενδεχόμενες αλλαγές των κοινωνικών δομών ως αποτέλεσμα αμείλικτων συγκρούσεων ομάδων, τάξεων και πληθυσμών. Οι ήρωες θέλουν ν’ αποφύγουν την πτώση, όμως δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό, οι κινήσεις τους, σχεδόν πάντα, είναι μοιρολατρικές, αποδέχονται χωρίς αντίσταση το μέλλον που έρχεται καλπάζοντας και γι’ αυτό συνήθως αποτυγχάνουν, μένουν μόνοι τους στη ζωή και χάνονται. Οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές γίνονται τελικά ερήμην τους ενώ οι νέες τεχνικές, οι νέες παραγωγικές σχέσεις και δομές φέρνουν τα άνω κάτω. Στη σύγκρουσή τους με τις παλιές οι νέες κρατούν τη νίκη στο χέρι και επικρατούν ανεμπόδιστα.. Η νίκη όμως αυτή δεν είναι σαρωτική γι’ αυτό και οι αντιφάσεις του συστήματος παραμένουν και στο μέλλον ισχυρές και οδηγούν την κοινωνία σε μια ανάπτυξη στρεβλή και κουτσουρεμένη ή δίνουν τη δυνατότητα σε αυτούς που θα δουν έγκαιρα το γεγονός να προσαρμοστούν και να σωθούν και να επιβιώσουν με σχετική επιτυχία στο άξενο περιβάλλον που τείνει να δημιουργηθεί.
Πολλοί λίγοι αντιλαμβάνονται με την πρώτη τι γίνεται γύρω τους, οι περισσότεροι ξαφνιάζονται, όταν συνειδητοποιήσουν καλά τις πρώτες αλλαγές και μεταμορφώσεις γιατί αντιλήψεις, ιδεολογίες, νοοτροπίες, στάσεις ζωής, συνήθειες, ήθη, έθιμα, συμφέροντα οικονομικά και άλλα τους εμποδίζουν να δουν τα πράγματα και τους ανθρώπους στην πραγματική τους διάσταση ενώ η αδυναμία τους να συμμετάσχουν ενεργά στις διάφορες διαδικασίες της αλλαγής τους τοποθετεί στο περιθώριο της κοινωνίας και του κόσμου.
Κάποιοι, έστω και την ύστατη ώρα, λίγο πριν από την πτώση και την συνακόλουθη συντριβή, σηκώνουν τα μάτια τους ψηλά, βλέπουν με ψυχραιμία και εγκαρτέρηση τη νέα πραγματικότητα που τους περιβάλλει και προσαρμόζονται (ή το προσπαθούν) στις καινούριες συνθήκες που δημιουργούνται και επιβιώνουν τελικά ενώ ψυχικά γαληνεύουν και γνωρίζουν καλύτερα και σε βάθος τον συνάνθρωπό τους και φυσικά, μέσω αυτού, τον εαυτό τους.
Ο λόγος των καταπιεσμένων ομάδων και τάξεων στο πεζογραφικό έργο του Δημήτρη Χατζή είναι ιδιαίτερα επαναστατικός και ανατρεπτικός, δίνει τη δυνατότητα σο συγγραφές να χτυπήσει με επιτυχία τα κακώς κείμενα του κόσμου που τον περιβάλλει, τις σαθρές δομές μιας κοινωνίας που φεύγει οριστικά και αμετάκλητα, γι’ αυτό και ο λόγος αυτός δεν είναι μόνο λογοτεχνικός αλλά και πολιτικός και ο συγγραφέας ένας σημαντικός πολιτικοποιημένος εκπρόσωπος των διανοουμένων της αριστεράς που έζησε ένα μεγάλο μέρος της Ιστορίας της στην Ελλάδα και την εξορία με όλες τις αλλαγές, τις εξελίξεις και τις μεταλλάξεις της που σίγουρα επηρέασαν το συγγραφικό του έργο, όπως άλλωστε επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό και τη ζωή του.

Σημειώσεις
1. Μαντώς Αραβαντινού: «Γραφή της εξορίας». Περιοδικό «Τομές», περίοδος Β΄, τεύχος ΙΙ, Απρίλης 1977, σελ. 44.
2. Για τον κόσμο αυτόν του Δημήτρη Χατζή λεπτομερώς στο βιβλίο μου: «Η ανολοκλήρωτη κοινωνία του Μεσοπολέμου στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή: «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης». «Αχαϊκές εκδόσεις», Πάτρα 1990, σελ. 160.

(Σύντομη ομιλία στο βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο», στην Πάτρα, σε εκδήλωση για τον συγγραφέα στις 16-10-2007.)

[

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σχεδίασμα της πολιτισμικής Ιστορίας της Ηλείας

Σχεδίασμα πολιτισμικής ιστορίας της Ηλείας

Α΄. Αρχαιότητα


«Τους Ηλείους ίσμεν εκ Καλυδώνος διαβεβηκότας και Αιτωλίας της άλλης», κατά τον Παυσανία (V,1,3), γι’ αυτό ίσως και η σχέση Αιτωλών και Ηλείων ήταν σχεδόν πάντα στενή και φιλική κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους. Η Ηλεία, με την κάθοδο των Δωριέων, επιδικάστηκε στα Αιτωλικά φύλα.
Η χώρα, πλούσια σε αγαθά, με απέραντα λιβάδια, νερά, δάση και γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, με βασική καλλιέργεια το λινάρι, η ποιότητα του οποίου ήταν η καλύτερη της Μεσογείου, βρισκόταν συνεχώς, μετά την κατάργηση της βασιλείας, υπό την χαλαρή εξουσία των πλούσιων γαιοκτημόνων της. Οι κάτοικοι, βυθισμένοι στην καλοπέραση, την ευκολία της ζωής και την άνετη και ευχάριστη απόλαυση του πλούτου που συσσώρευαν καθημερινά, ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για καλλιτεχνικές και άλλες πνευματικές αναζητήσεις.
Ακόμα και στην περίοδο της δημοκρατίας βλέπουμε ότι δεν αλλάζουν και πολύ τα πράγματα. Το ενδιαφέρον τους στρέφεται κυρίως στα πανηγύρια, τις γιορτές και τα συμπόσια. Αυτόν τον τομέα προσπάθησαν να αναπτύξουν και να αναδείξουν στο πανελλήνιο και τα κατάφεραν. ΄Ετσι εξηγείται η μεγάλη ανάπτυξη των Ολυμπιακών αγώνων, που αποτέλεσαν για αιώνες την κορυφαία τους πνευματική, καλλιτεχνική, θρησκευτική και αθλητική εκδήλωση που ένωνε το Πανελλήνιο με κοινούς δεσμούς και στήριζε, στο μέτρο του δυνατού, την ειρηνική διαβίωση μεταξύ τους μέσω της ιεράς εκεχειρίας.
Αν εξαιρέσουμε λοιπόν αυτόν τον τομέα μπορούμε να πούμε ότι στην πραγματικότητα η Ηλεία έμεινε στο περιθώριο της ιστορίας και του πολιτισμού, μια δύναμη δεύτερης κατηγορίας που βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο των συγκρούσεων διαφόρων συμφερόντων, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο ΄Όμηρος στη δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας, στον κατάλογο νεών, είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με σεβαστό αριθμό πλοίων και πολεμιστών.
Η στρατιωτική και πολιτική περιθωριοποίηση όμως δεν την άφησε και στο περιθώριο του πολιτισμού. ΄Ίσως γιατί οι αγώνες τους έκαναν κάθε τέσσερα χρόνια (και όχι μόνο) το κέντρο προς το οποίο έστρεφαν το βλέμμα τους με θαυμασμό οι υπόλοιποι ΄Ελληνες, τους έφερναν σε στενή επαφή μαζί τους, μεγάλοι συγγραφείς και ρήτορες και ποιητές διάβαζαν τα έργα τους στην Ολυμπία, μουσικοί τα έπαιζαν μπροστά στο κοινό ενώ οι εικαστικοί τα είχαν μόνιμα εκτεθειμένα στο ιερό του Ολύμπιου Δία. ΄Ετσι, με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να αναδείξουν και δικούς τους σημαντικούς και σπουδαίους πνευματικούς άντρες, που έδρασαν όμως κατά κύριο λόγο μακριά από την ΄Ηλιδα, στα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού και κυρίως στην Αθήνα.
Ηλείος ήταν ο αρχιτέκτων Λίβων που σχεδίασε τον ναό του Δία στην Ολυμπία στα 457 π.Χ. και ο γλύπτης Κάλλων του 5ου αιώνα π.Χ. Στην Ηλεία, επίσης, δούλεψε και ο γλύπτης Κολώτης, ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Φειδία αλλά και ο ίδιος ο Φειδίας στην κατασκευή του πασίγνωστου χρυσελεφάντινου λατρευτικού αγάλματος του Ολύμπιου Δία, όταν για πολιτικούς λόγους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα του Περικλή κυνηγημένος από τους μικρόψυχους αντιπάλους του μεγάλου πολιτικού.
Οι πιο γνωστές μορφές Ηλείων ήταν δύο φιλόσοφοι, διάσημοι στην εποχή τους: ο σοφιστής Ιππίας τον 5ο αιώνα π.Χ., σύγχρονος του Πλάτωνα και του Σωκράτη και ο Πύρρων τον 4ο αιώνα, ιδρυτής και αρχηγέτης της φιλοσοφίας που ονομάστηκε Σκεπτική ή Εφεκτική. Ο Ιππίας, πολυμερής, πολυάσχολος αλλά και ματαιόδοξος όσο κανένας άλλος, συγγραφέας του πρώτου καταλόγου ολυμπιονικών της ιστορίας, καταπιάστηκε ταυτόχρονα με τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη φιλοσοφία, τη ρητορική καθώς και με τη διδασκαλία των πλούσιων γόνων της Αθήνας και άλλων Ελληνικών πόλεων αντί αδράς αμοιβής.
Ο Πύρρων αντίθετα έζησε σε γενικές γραμμές μια ήσυχη ζωή, το μεγαλύτερο μέρος της στην ΄Ηλιδα (360-270 π.Χ.) μαζί με την ανύπαντρη αδελφή του που ασκούσε το επάγγελμα της μαμής στην περιοχή. Συνοδεύοντας, μαζί με άλλους φιλοσόφους, καλλιτέχνες, ποιητές, ιστορικούς, φυσιοδίφες κ.τ.λ. τον Αλέξανδρο στη μεγάλη του εκστρατεία, διέσχισε ολόκληρη σχεδόν την Ασία ως τις Ινδίες και γνωρίστηκε με τους βραχμάνους, τους περίφημους γυμνοσοφιστές της αρχαιότητας, η φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη των οποίων επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της δικής του φιλοσοφικής σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων. Δυστυχώς όμως δεν διασώθηκαν έργα του Ιππία ή του Πύρρωνα και ό,τι ξέρουμε γι’ αυτούς μας έγιναν γνωστά από μεταγενέστερες πηγές, όπως π.χ. το βιβλίο «Βίοι Φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου ή έργα άλλων συγγραφέων που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα σ’ αυτούς.
Στην Ηλεία επίσης, στην περιοχή της Σκυλλουντίας για την ακρίβεια έζησε και ο Ξενοφώντας, μαθητής του Σωκράτη και συγγραφέας που ασχολήθηκε με πολλά θέματα ή είδη, ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, όταν εξορίστηκε από τους συμπατριώτες του τους Αθηναίους λόγω των φιλοσπαρτιατικών και ολιγαρχικών φρονημάτων του, που τον οδήγησαν σε πόλεμο κατά του στρατού της πατρίδας του. Εδώ, στη Σκυλλουντία, στο κτήμα που του χάρισαν οι Σπαρτιάτες, για την αδιαμφισβήτητη αφοσίωσή του σ’ αυτούς, έγραψε ένα σημαντικό τμήμα του πολυποίκιλου και πολύμορφου έργου του.
Για τους ολυμπιακούς αγώνες, το σπουδαίο αυτό πολιτισμικό, πνευματικό και αθλητικό κίνημα της αρχαιότητας και για την προσφορά των Ηλείων σ’ αυτό δεν θα έφταναν δυο τρεις γραμμές αλλά θα χρειαζόταν ειδική αναφορά. ΄Έτσι δεν θα αναφερθώ σ’ αυτούς, αφού άλλωστε από εποχή σε εποχή το πνεύμα τους αλλάζει. Να θυμίσω μόνο ότι το τέλος του επήλθε με την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γιατί ήταν ταυτισμένο, όπως όλες οι γιορτές των Ελλήνων άλλωστε, με την αρχαία θρησκεία και μάλιστα με τη λατρεία του σημαντικότερου θεού τους, του Δία.

Β.΄ Βυζάντιο – Φραγκοκρατία.

Στα χρόνια της βυζαντινής και της φραγκικής κυριαρχίας τα πράγματα δεν φαίνεται ότι οδηγούνται προς το καλύτερο, σε σχέση με την περιοχή πάντα. Κατά την βυζαντινοκρατία η Ηλεία δεν είναι παρά μία από τις εκατοντάδες των ασήμαντων επαρχιών της απέραντης αυτοκρατορίας και δεν παίζει ποτέ κανένα ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Ακόμη και ο ιερός χώρος της Ολυμπίας, όπου στο παρελθόν γίνονταν οι αγώνες κάθε τέσσερα χρόνια, κατακλύζεται από τη λάσπη του Αλφειού και χάνεται επί αιώνες από το πρόσωπο της γης. Είναι φυσικό άλλωστε γιατί είναι απόλυτα ταυτισμένος με την αρχαία θρησκεία και η πολιτική των χριστιανών αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να τον ευνοήσει.
Ακόμη και η ΄Ηλιδα, που παλιότερα ήταν πόλη-κράτος με ισχύ και κύρος έχει μετατραπεί σε ένα πόλισμα. Διοικητικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής φαίνεται ότι γίνεται η Ανδραβίδα, όπως προκύπτει και από την ανάγνωση του «Χρονικού του Μορέως», που μιλάει για την πόλη σαν να ήταν γνωστή και σπουδαία από παλιά. Αποτελεί και για το νέο κράτος, που ιδρύεται στις αρχές του 13ου μεταχριστιανικού αιώνα από τους Φράγκους ιππότες και όσους άλλους τους συνοδεύουν στην τέταρτη σταυροφορία, το διοικητικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής, αφού θα αποτελέσει την πρώτη πρωτεύουσα του κράτους αυτού με ανάκτορα και ναούς περίλαμπρους, όπως ο καθεδρικός ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, μέσα στον οποίο συνεδρίαζε και η κούρτη, η σύνοδος των βαρόνων δηλαδή, κάθε φορά που ήταν αναγκαίο. Δεύτερα ανάκτορα θα κατασκευαστούν και στο κάστρο Χλεμούτσι, όπου θα μένουν οι πρώτοι Βιλλεαρδουίνοι για μεγαλύτερη ασφάλεια, ενώ από την εποχή της πριγκηπέσας Ιζαμπώς θα προτιμηθεί για πρωτεύουσα η Καλαμάτα, η αγαπημένη της πόλη, η Ανδραβίδα όμως θα παραμείνει για πάντα το οικογενειακό τιμάριο των πριγκίπων και έδρα της επισκοπής. Στους αιώνες αυτούς της Γαλλικής κυριαρχίας μεγάλο ρόλο θα παίξει και το λιμάνι της Γλαρέντζας, όπου συνεδρίαζε τακτικά η συνέλευση των βουργησίων, των αστών δηλαδή εμπόρων και βιοτεχνών της περιοχής.
Το μοναδικό κείμενο αυτής της περιόδου που μπορεί να αποδοθεί σε Ηλείο, Έλληνα, Γάλλο ή γασμούλο, σημαντικότατο ιστορικό και γλωσσικό ντοκουμέντο του 13ου αιώνα με ελάχιστη όμως λογοτεχνική αξία, είναι το περίφημο «Χρονικό του Μορέως», αγνώστου βεβαίως συγγραφέα, κατά πάσα πιθανότητα γασμούλου με φιλογαλλικά αισθήματα, που δεν προσπαθεί να κρύψει καθόλου μάλιστα, ίσως για να ακούγεται πιο ευχάριστα στα αυτιά των Γάλλων βαρόνων και ιπποτών που έχουν κατακλύσει τον τόπο. Ας δούμε μερικούς στίχους από αυτό το κείμενο για να μπούμε κάπως και στο κλίμα της εποχής και να δούμε πώς ενδεχομένως ήταν ο τόπος εκείνη την εποχή. Οι συγκεκριμένοι στίχοι αναφέρονται στην κατάκτηση της χώρας και την ίδρυση του φραγκικού πριγκιπάτου:
«Αφού την Πάτρα πήρασι, τις φύλαξες εβάλαν,
το κάστρο εσιτάρχησαν, είθ’ ούτως και την χώραν…
Κι απ’ αυτού εστράφησαν εκεί εις την Αχαϊαν
Βουλήν επήραν ενομού τους τοπικούς Ρωμαίους
Όπου τους τόπους ήξευραν, του καθενός την πράξιν.
Λέγουν και συμβουλεύουν τους, πως εν εις Ανδραβίδα
η χώρα η λαμπρότερη εις τον κάμπον του Μορέως.
Ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται εις τον κάμπον
ούτε πύργος ούτε τειχιά είναι ποσώς εις αύτην…
Ευθύς ωρμήσασι εκεί εις αύτην υπαγαίνουν
εξάπλωσαν τα φλάμπουρα του καθενός εκάστου.
Κι αφού επλησιάσασι, εκεί εις την Ανδραβίδαν
οι Ανδραβιδαίοι έμαθαν πως έρχονται οι Φράγκοι
εξέβησαν με τους σταυρούς, ομοίως με τας εικόνας
οι άρχοντες και το κοινόν της χώρας Ανδραβίδας.
Και ήλθαν και επροσκύνησαν αυτόν τον Καμπανίτην.
Κι εκείνος ο παμφρόνιμος καλά τους υπεδέχθη.
΄Ώμοσε, υποσχέθηκε να μη τους αδικήσει
ούτε ζημίαν να έχουσι από τα γονικά τους
τιμές, δωρεές να έχουσι, ευεργεσίες μεγάλες.
΄Όλοι γαρ ωμόσασι δούλοι του ν’ αποθάνουν.
Αφού εγκατέστησε την χώραν Ανδραβίδας
βουλήν επήρε μετ’ αυτούς το πού να φουσατεύσει
κι η βουλή εδόθηκε στην Κόρινθο να υπάγει
επεί ένι κάστρον φοβερόν, το κάλλιον του Μορέως».
Δεν είναι της ώρας να ερμηνευθεί η στάση των κατοίκων της περιοχής απέναντι στους Γάλλους του Σαμπλίττη και του Βιλεαρδουίνου, αφού η περιπλάνησή μας γίνεται στην πολιτιστική και όχι την πολιτική ιστορία της Ηλείας. Σίγουρα όμως αυτή δε μπορεί να ήταν άσχετη με την όλη συμπεριφορά των βυζαντινών αρχόντων της εποχής και τη φορομπηχτική πολιτική της παρακμασμένης πια και διαλυμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας ή με το παγκοσμιοποιημένο πνεύμα της εποχής που ευνοούσε, ακόμα και σε περιοχές όπως η Ελλάδα ή η Μικρά Ασία, μικρά φεουδαρχικά κράτη υπό την υψηλή επιστασία κάποιου μεγαλύτερου σχηματισμού.
Εκείνο που αξίζει να πούμε όμως είναι ότι τώρα, με την επίδραση του ιπποτικού πνεύματος των Φράγκων, δημιουργείται ένας καινούριος κόσμος Ελληνογαλλικός, τους Ολυμπιακούς αγώνες τους διαδέχονται οι ιππικοί και τα κονταροχτυπήματα των ιπποτών, ενώ η αγάπη προς τα άλογα και τις γυναίκες αγγίζει τα όρια του πάθους και με την ποίηση και τη μουσική των τροβαδούρων διαχέεται παντού σχεδόν μέχρι σήμερα.

Γ΄. Τουρκοκρατία.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το μαύρο σκοτάδι της σκλαβιάς απλώνεται παντού και σκεπάζει τα πάντα και ολοκληρωτικά. Διοικητικό κέντρο της περιοχής γίνεται η Γαστούνη των Χοτομάν μπέηδων, που θα αναπτυχθεί ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, μετά την εκδίωξη των Βενετών, και βέβαια δεύτερο κέντρο εξ ίσου σημαντικό το Λάλα των Τουρκαλβανών.
Για την περίοδο αυτή, που κράτησε τετρακόσια χρόνια περίπου, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ανάπτυξη τεχνών, επιστημών, πολιτισμού κ.τ.λ. αφού η Οθωμανική κυριαρχία δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο. Παράλληλα άλλη ήταν η προτεραιότητα των σκλαβωμένων Ελλήνων: η αποτίναξη του ξένου ζυγού. Μέσα σ’ αυτό τον στόχο εντάσσονται και όλες οι δραστηριότητες των κατακτημένων χριστιανών της Ηλείας, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές και άλλες. Εδώ θα παίξει κυριαρχικό ρόλο η Εκκλησία με την οργάνωση σχολείων για τη διάδοση μιας υποτυπώδους αλλά αναγκαίας γνώσης για την επιβίωση του ντόπιου πληθυσμού.
Κατά την περίοδο αυτή και κυρίως κατά τους τελευταίους αιώνες της κατάκτησης η Ηλεία μετατρέπεται σε γέφυρα από την οποία περνούν οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές της ελευθερίας για τη Βενετοκρατούμενη, ύστερα Γαλλοκρατούμενη και, τέλος, Αγγλοκρατούμενη Επτάνησο. Στο χώρο του πολιτισμού καλείται να καλύψει το κενό που δημιουργείται η δημοτική μούσα και η λαϊκή τέχνη, που βέβαια έχουν σκοπούς πρακτικούς αλλά δείχνουν συγχρόνως και το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ο αγράμματος λαός. Ας δούμε κάποια από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια της Ηλείας με πρώτο και καλύτερο εκείνο «Της Γαλάναινας» που συνδέει ταυτόχρονα και τα δύο διοικητικά κέντρα της περιοχής:
«Το μάθατε τι εγίνηκε στον κάμπο της Γαστούνης,
που κίνησε η Γαλάναινα, στο ρέμα πάει να πλύνει;
Μπροστά παν οι κοπέλες της και πίσω οι ψυχογιοί της,
στη μέση πάει η Γαλάναινα με τ’ άτι της καβάλα.
Παλιότουρκας εδιάβηκε την πιάνει από το πόδι.
-Κατέβα κα, Γαλάναινα, κάτι να σε ρωτήσω,
πόχω δυο λόγια να σου πω και πέντε να σου κρίνω.
΄Έλα να πάμε σπίτι μου, γυναίκα να σε πάρω!
-Τι λες, μωρέ παλιότουρκα, ρε παλιοβρωμισμένε,
ξέρεις το τίνος είμ’ εγώ, ξέρεις τους συγγενείς μου;
Ξέρεις τον άντρα πόχω γω, οπού τον λεν Γαλάνη;
Με τ’ άτι μ’ έχει περπατώ, σεΐζη δε σε θέλω.
-Ξέρεις και τον πατέρα μου, οπού τον λεν Σισίνη;
Πούναι στον κάμπο βασιλιάς και στη Γαστούνη αφέντης;
Πήγαινε πέρα, βρωμερέ, πάρε παλιοτουρκάλα,
τι χριστιανή γεννήθηκα κι έτσι θελα πεθάνω!».
Το επίσης γνωστό τραγούδι «Της κυρα-Βαγγελιώς», που στη δεκαετία του 1960 έγινε κινηματογραφική ταινία, είναι κι αυτό δημοτικό τραγούδι της Ηλείας:
«Ένα νερό, κυρά Βαγγελιώ,
ένα νερό, καλό νερό
κι από πούθε κατεβαίνει,
Βαγγελιώ μου παινεμένη.
-Από βουνό, κυρά Βαγγελιώ,
από βουνό γκρεμίζεται,
πέφτει και δεν τσακίζεται,
γιε μ’ σε περιβόλι μπαίνει,
Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Ποτίζει δέντρα και κλαριά,
ποτίζει κι ένα αγιόκλημα
γιε μ’ που κάνει το σταφύλι
σαν της Βαγγελιώς τ’ αχείλι
κι όποιος το κόψει κόβεται
κι όποιος το φάει πεθαίνει,
Βαγγελιώ μου, παινεμένη.
Εγώ ας το κό- κυρά Βαγγελιώ,
εγώ ας το κόψω κι ας κοπώ,
ας το φάω κι ας πεθάνω,
Βαγγελιώ μου, τι να κάνω!».
Οι παλιότεροι θα θυμούνται, ίσως, την Κάκια Αναλυτή, αν δεν κάνω λάθος, στο ρόλο της εύθραυστης Βαγγελιώς.
Θα κλείσουμε αυτή την επισκόπηση με δυο ακόμη δημοτικά τραγούδια της Ηλείας, «Του Γιαννάκη Μάγερα» και την «Πυργιωτοπούλα»:
«Εψές προψές επέρασα από την Κουκουβίτσα
κι άκουσα κλάματα πολλά, γυναίκεια μοιρολόγια,
άκουσα πως εκλαίγανε πεντέξι πυργοπούλες.
Ούλες το Γιάννη κλαίγανε κι ούλες το Γιάννη κλαίνε.
- Γιάννη, πουν’ το κεφάλι σου και πουν’ η ομορφιά σου;
- Στο Επαρχείο κρέμεται μαζί με το σπαθί μου,
να το ρωτάν’ οι δικαστές με τον εισαγγελέα
και να τους λέει τη λεβεντιά και την παλικαριά μου».
Είναι προφανές από το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται ότι αυτό το τραγούδι είναι μεταγενέστερο της Τουρκοκρατίας, ανήκει στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Νεοελληνικού κράτους, οι καταβολές του όμως, ο ρυθμός του, ο στίχος, η τεχνοτροπία ανάγονται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Και τώρα η περίφημη «Πυργιωτοπούλα»:
«-Το μάθατε τι εγίνηκε
στην Αρβανιτιά στο Λάλα
μωρ’ Ζωίτσα και Σουλτάνα;
Η Πυργιωπούλ’ αγάπησε
το Σεηντάγα από το Λάλα
με την ασημένια πάλα.
Και η μανούλα της της λέει,
κείνη κάθεται και κλαίει:
- Αχ, Ζωίτσα και Σουλτάνα
τι αγαπάς απ’ το Σεηντάγα;
- Δεν αγάπησα το άτι
και την ασημένια πάλα,
τα σαράγια του στο Λάλα…
Μα της μάνας μου το γάλα,
τον επήρα για το άχτι…
Πώς λαλιούν πουλιά κι αηδόνια
στου Σεηντάγα τα μπαλκόνια;».
Βέβαια, δεν είναι συνηθισμένο γεγονός ο έρωτας και ο γάμος Οθωμανών και Ελληνίδων, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όμως οι Τουρκαλβανοί του Λάλα άπλωσαν κάποιες φορές το χέρι τους και εξέφρασαν την επιθυμία τους σε όμορφες Ελληνίδες της περιοχής, όπως το είδαμε και στο τραγούδι «Της Γαλάναινας», και δημιούργησαν στενούς συγγενικούς και άλλους δεσμούς με χριστιανικές οικογένειες της Ηλείας. Η αγριότητα του χαρακτήρα τους υποκλίθηκε πολλές φορές στη γυναικεία ομορφιά και χάρη και ευαισθησία ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνότητα.
Μήπως ένας από τους τελευταίους ηγέτης των Αλβανών του Λάλα, ο περίφημος Αλή Φαρμάκης, δεν προτίμησε να πεθάνει πολιορκημένος απ’ τον Σουλτανικό στρατό παρά να παραδώσει τον αδελφοποιτό του τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στους διώκτες του στο μεγάλο κατατρεγμό των κλεφτών του Μοριά λίγο πριν την επανάσταση του 1821; Δίκαια λοιπόν η δημοτική μούσα τίμησε πολλές φορές την οικογένεια των μπέηδων του Λάλα!

Δ΄ Τα νεώτερα χρόνια

΄Ότι ισχύει για την Αρχαία Ηλεία ισχύει σε γενικές γραμμές και για τη Νεώτερη. Πολιτιστικά, οικονομικά και πολιτικά αποτελεί μια από τις επαρχίες του Αθηνοκεντρικού Νεοελληνικού κράτους. Μόνο τα τελευταία χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών άρχισαν να δημιουργούνται κάποιοι πυρήνες τοπικής πολιτιστικής ανάπτυξης που όμως δεν είχαν συνέχεια.
Πολλοί και σημαντικοί είναι οι λογοτέχνες, επιστήμονες και καλλιτέχνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ηλεία αλλά μετακόμισαν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων στην Αθήνα. Οι λίγοι που έμειναν ως το 1950 δεν κατόρθωσαν να υπερβούν τη μετριότητα του επαρχιωτισμού και του εύκολου, γλυκερού και ανούσιου γραψίματος που μένει στην επιφάνεια και αγνοεί το βάθος των πραγμάτων. Επίσης, η λογοτεχνία ή η τέχνη που καλλιεργήθηκε από Ηλείους δεν έχει τοπικά χαρακτηριστικά κι ούτε μπορεί να ενταχθεί με κάποιο τρόπο σε κάποια τοπική σχολή.
Στην Ηλεία γεννήθηκαν ή έζησαν συγγραφείς ετερόκλητοι και εν πολλοίς ανόμοιοι μεταξύ τους. Βέβαια, στα έργα αρκετών από αυτούς υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά στη γλώσσα, όπως π.χ. στους αδελφούς Καρκαβίτσα και τον Τάκη Δόξα ή στη θεματογραφία ή τον χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές τους, όπως π.χ. στο Σινόπουλο και τον Παυλόπουλο. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν πολλά σε πολλούς άλλους, δεν υπάρχουν σε βαθμό τέτοιο όμως που να προσδίδουν κάποια ιδιαιτερότητα σε κάποιους και να τους ομαδοποιούν κατά το πρότυπο της Επτανησιακής σχολής.
Ηλείοι είναι οι πεζογράφοι: Αντρέας και Ντίνος Καρκαβίτσας, Διον. Κόκκινος, Ζάρκος, Γερ. Μακρυδήμας, Τ. Δόξας, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Ν. Καχτίτσης, Ηλ. Παπαδημητρακόπουλος, Αντ. Σιμιτζής, Ν. Κοκκαλίδου-Ναχμία, Ζωή Σπυροπούλου, Γ. Τσεριώνης, Θ. Τζίφας και πολλοί άλλοι. Οι ποιητές: Θ. Ξύδης, Φ. Πασχαλινός, Δ. Κόκκος, Τ. Σινόπουλος, Π.Α.Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος, Γ. Παναγουλόπουλος, Α. Μορτόγιας, Κ. Οικονόμου, Εφη Αιλιανού, Δ. Κράγκαρης, Α. Φουσκαρίνης, Στ. Κουτσούνης, Χ. Μεγαλυνός, Ηλ. Γκρης, Θ. Τσίρος, Γ, Γώτης, Ιων Ζώης και άλλοι. Οι θεατρικοί συγγραφείς: Μπάμπης Τσικληρόπουλος και Παύλος Μάτεσης, ο ζωγράφος Δανιήλ, ο φωτογράφος Θ. Τσιρώνης, ο χαράκτης Θ. Εξαρχόπουλος, οι οικονομολόγοι Σ. Καράγιωργας και Πετραλιάς, ο κοινωνιολόγος Δ. Ψυχογιός, οι δοκιμιογράφοι, ιστορικοί και λαογράφοι Δημόπουλος, Ντ. Ψυχογιός, Ελ. Ψυχογιού, Μπούτσικας, Αναστόπουλος και άλλοι, ο κινηματογραφιστής Κ. Αριστόπουλος, ο διευθυντής φωτογραφίας Ανδρέας Σινάνος, οι ηθοποιοί Αντωνόπουλος και Καζάκος, η φιλόλογος Μάρθα Αποσκίτη και άλλοι πολλοί λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί.
΄Όπως φαίνεται και από την παράθεση των ονομάτων αυτών, που είναι μάλλον ενδεικτική γιατί υπάρχουν πολλοί περισσότεροι σε κάθε τομέα που εξετάστηκε, πολλοί από αυτούς ξεπέρασαν τα περιορισμένα όρια της Ηλείας και της Ελλάδας και διέπρεψαν στους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε ο καθένας και αποτελούν σήμερα πλήρως καταξιωμένες μορφές του πνευματικού και καλλιτεχνικού πανθέου των Νεοελλήνων. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι οι περισσότεροι έζησαν ή ζουν ακόμη μακριά από την Ηλεία στην πρωτεύουσα της χώρας ή σε άλλες σημαντικές πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, κάποιοι στο εξωτερικό και ελάχιστοι στο γενέθλιο τόπο. Επίσης, παρά τα κοινά βιώματα, σχεδόν κανείς δεν μοιάζει με τον άλλο κι ούτε υπάρχει ομοιογένεια ή ομαδοποίηση παρά την κοινή δράση κάποιων από αυτούς.
Οι λογοτέχνες ασχολήθηκαν με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου ακόμα και με τη μετάφραση. Στην Ηλεία και συγκεκριμένα στην Ανδρίτσαινα γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κωμειδυλλίου του 19ου αιώνα, ο Δημήτριος Κόκκος, ο οποίος δολοφονήθηκε στα 1891 μέσα στο θέατρο από κάποιον θεατή που παρεξήγησε όσα έβλεπε στο έργο του συγγραφέα που παρουσιαζόταν εκείνη την ημέρα. Ο Κόκκος όμως καταγόταν από τη Νάξο και έζησε στην Αθήνα, η γέννησή του δε στην Ηλεία, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε τη θητεία του ως σταθμάρχης της χωροφυλακής, ήταν εντελώς συμπτωματική γι’ αυτό και είναι δύσκολο, κατά τη γνώμη μου, να τον θεωρούμε συμπατριώτη μας. Παρά ταύτα αξίζει ν’ ακούσουμε τη φωνή του:
« Αν είν’ αλήθεια ότι κατ’ εικόνα
με το θεό πλασθήκαμε κι ομοίωσή Του,
δεν ξέρω τι τραβάμε το χειμώνα,
αλλά κι αυτός θα βλαστημάει την ποίησή Του.
Φαντάσου ο Θεός χιονίστρες νάχει
Ή και ποδάγρα μ’ ένα τέτοιο κρύο.
Φαντάσου να τον έπιανε συνάχι,
Ή και ρευματισμοί!! Povero Dio!!»
Στην Ηλεία, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ποτέ το κέντρο του πλανήτη έγιναν κατά καιρούς αξιόλογες εκδόσεις βιβλίων από την «Αυγή», τη «Μορφωτική ΄Ενωση Λεχαινών», το «Φράγμα», το Δήμο της Ανδραβίδας, τον «Αλφειό» και από άλλους που, πιθανόν, μου διαφεύγουν. Περισσότερα στοιχεία για τους πνευματικούς ανθρώπους της Ηλείας καθώς και ανθολόγηση του έργου τους μπορεί να βρει κανείς στην «Ηλειακή Γραμματολογία» του Τάκη Δόξα και στην «Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών» των Γώτη, Κράγκαρη και Φουσκαρίνη καθώς και σχετικά δημοσιεύματα ή ευρύτερα αφιερώματα των εφημερίδων «Πατρίς», «Αυγή», «Πρωινή» και των περιοδικών «Διάλογος», «Εκ Παραδρομής», «Αλφειός», «Νουμάς» κ.ά.
Ανδρέας Φουσκαρίνης


Σημείωση: Το κείμενο αυτό αποτελεί γραπτή μορφή σειράς ραδιοφωνικών εκπομπών της ΕΡΑ Πύργου.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Το σενάριο

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Από τότε που ήμουν έφηβος είχα τη μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ στα σοβαρά με τον κινηματογράφο ή το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, ως σεναριογράφος και συγγραφέας μικρών, πλην όμως, σπινθηροβόλων σκηνών, ώστε να προκαλούν αμέσως το ενδιαφέρον του θεατή και να επιτείνουν την αγωνία του και, συνεπώς, την ευχαρίστησή του. Για ηθοποιός δεν γίνεται λόγος, λόγω της έμφυτης δειλίας μου μπροστά στους άλλους και του εφήμερου χαρακτήρα της τέχνης αυτής. Επιθυμούσα, προφανώς, κάτι πολύ πιο μόνιμο και σταθερό, που να μείνει απ’ αυτό κάτι στο μέλλον.
Η επιθυμία αυτή μου έγινε έμμονη ιδέα, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας η τηλεόραση και έβλεπα με φθόνο, που ήταν αδύνατο να υποκρυβεί, την επιρροή, που ασκούσε στο πλήθος μέσω αυτού του επικίνδυνου τελικά κουτιού ακόμα και ο πιο κακός σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός ή σεναριογράφος. Δεν ήταν όμως εύκολο ν’ ασχοληθώ με αυτό το είδος από τη στιγμή, που εμφανίστηκε. Μου έλειπαν βασικά πράγματα για την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας, όπως π.χ. οι γνωριμίες, χωρίς τις οποίες δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα εκείνα τα χρόνια, τα θέματα και η φαντασία –παράξενη έλλειψη για υποψήφιο συγγραφέα- και το σπουδαιότερο η τεχνική που απαιτούσε για την υπηρεσία του αυτό το μέσο. Γενικά, ήμουν για κλάματα κι έτσι δεν είναι περίεργο που για πολλά χρόνια δεν κατόρθωσα ν’ ασχοληθώ μαζί του.
΄Ηταν φυσικό, λοιπόν, μια τέτοια επιθυμία, που δεν επρόκειτο ποτέ να εκπληρωθεί, όπως έδειχναν όλα, να παραμείνει θαμμένη για καιρό στο υποσυνείδητό μου, χωρίς να τολμώ να την ομολογήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό . Γιατί, ποιος μου εγγυάται ότι θα το κρατούσε μυστικό και δεν θα του ξέφευγε κάποια κουβέντα στον περίγυρο και τότε ποιος θα μπορούσε να αντέξει την καθημερινή κοροϊδία κάθε φιλοπαίγμονος κατοίκου της μικρής μας πόλης, από την στιγμή που με κάποιο τρόπο θα μαθαινόταν ότι κουβαλάω συνεχώς μαζί μου κάποιο ψώνιο, όπως ο Ιησούς τον σταυρό του στους στενούς και κακοτράχαλους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Από το αδιέξοδο αυτό με έβγαλαν, χωρίς να καταλάβω και ο ίδιος πώς, τα τελευταία γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στην πόλη μας και συνετάραξαν την ίδια στιγμή το Πανελλήνιο. Αυτά τα γεγονότα θα αφηγηθώ στη συνέχεια, γιατί αυτά είναι που μου έδωσαν τη δυνατότητα αλλά και την αφορμή κι ακόμη, θα έλεγα, και το θέμα για να οδηγηθώ αμέσως και με τον προσήκοντα ενθουσιασμό στην εκπλήρωση των πόθων και των ονείρων μου, εμφανιζόμενος συγχρόνως, για πιθανές μελλοντικές πολιτικές βλέψεις, ως ο άνθρωπος εκείνος, που θα ξέπλενε από τους κατοίκους της πόλης μου τη ντροπή με την οποία τους είχαν περιλούσει και θα απέκρουε ταυτόχρονα μετά βδελυγμίας τις ανυπόστατες κατηγορίες και τις προσβλητικές φράσεις ή εικόνες, που εξετόξευσε αδιακρίτως κατά του γυναικείου κυρίως πληθυσμού ο πανάθλιος σταθμός της ΤΕΡ12 , τον οποίο, εντελώς αψυχολόγητα, για να μην πω και αδικαιολόγητα, τον παρουσίασε να καμακώνει ανενδοίαστα φαντάρους έξω από τον κεντρικό κινηματογράφο και να τους οδηγεί στη συνέχεια στα ενδότερα των κατοικιών τους για τα περαιτέρω, προσβάλλοντας συνάμα με τον τρόπο αυτό και τον ενεργό σεξουαλικά αντρικό πληθυσμό αλλά και τα χρηστά μας ήθη και τα πατροπαράδοτα έθιμα, που ήθελαν, τουλάχιστον τότε, τον άντρα κυρίαρχο και αφέντη του σπιτιού, κορώνα και σφραγίδα και δεν ξέρω τι άλλο στο μέτωπο της συζύγου αλλά και των υπολοίπων γυναικείων μελών της οικογένειάς του.
Οποία ντροπή και παράκρουση! Ποιες σκοτεινές δυνάμεις, άραγε, κίνησαν το χέρι του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, των ηθοποιών, αλλά και του διευθυντή του σταθμού, ώστε να δείξουν μια τέτοια αθλιότητα σε εννέα εκατομμύρια ΄Ελληνες και δεν ξέρω σε πόσους ξένους; ΄Ηταν σίγουρο ότι δεν κινήθηκαν από μόνοι τους. Αυτό, λοιπόν, έπρεπε να διερευνηθεί και το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας να αποκαλυφθεί με μια καινούργια εκπομπή ίσης διάρκειας με την προηγούμενη, ώστε να μην υπολείπεται σε τίποτα αυτής.
Αυτή την πρόταση αποφάσισα να υποβάλλω στον σταθμό, τονίζοντας συνάμα το μέγεθος της προσβολής και το πολιτικό θέμα που είχε πλέον δημιουργηθεί στην τοπική κοινωνία, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα και τον σχετικό νόμο περί τύπου, που επιβάλλει με κάθε μέσο την αποκατάσταση της αλήθειας κάθε φορά που πληγώνεται από ασυνείδητους δημοσιογράφους ή παραγωγούς τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και της τρωθείσας αξιοπρέπειας των συμπολιτών μου. ΄Ετσι, ο στόχος μου θα ήταν διττός: από τη μια, θα υπερασπιζόμουνα την τιμή και την υπόληψη των συμπατριωτών μου, θα πρόβαλλα με πάθος και πειστικότητα την αγνότητα των γυναικών μας και από την άλλη, το σπουδαιότερο βέβαια, θα άρχιζε για μένα μία λαμπρή σταδιοδρομία στα τηλεοπτικά –και όχι μόνο- μέσα.
Εννοείται ότι με κανέναν τρόπο δεν ήθελα ν’ ακολουθήσω την πεπατημένη των σεναριογράφων της εποχής. Αντίθετα, θα ήθελα να δημιουργήσω, από αισθητική άποψη τουλάχιστον, κάτι καινούργιο: ένα σενάριο δηλαδή συνεχώς ανανεούμενο και μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, ένα σενάριο στο οποίο να είναι δυνατόν να ανακαλούνται, κατά κάποιο τρόπο, και να αλλάζουν, κατά την επιθυμία του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, και τα πρόσωπα και τα γεγονότα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή ή πάλι να είναι δυνατόν ακόμη και να ματαιώνονται ή να ακυρώνονται σκηνές και επεισόδια, που ήδη έχουν παρουσιαστεί στο κοινό, να αντικαθίστανται από άλλες δυναμικότερες ή αληθέστερες, τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο συνεχώς την αγωνία του θεατή και, για να μην τα πολυλογούμε και κουράζουμε τον αναγνώστη περισσότερο, όλα μέσα στο έργο να μπορούν να λειτουργούν σχεδόν αυτόνομα και δυναμικά και ποτέ στατικά, όπως συνηθίζεται ως σήμερα. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν συχνά σε μελαγχολία, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι διαθέτω όλα αυτά τα προσόντα που απαιτούνται για τόσο μεγαλόπνοα σχέδια και βέβαια, όπως εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί κανείς, αυτά παρουσιάζουν μια εγγενή δυσκολία: απαιτούν να διαθέτεις ιδιόκτητο τηλεοπτικό σταθμό για να κάνεις τα κέφια σου, έστω και πειρατικό, που να εκπέμπει πρώτα και κύρια για σένα και κατά δεύτερο λόγο για το κοινό.
Ας αφήσουμε για λίγο τη θεωρία και τα σχέδια ή, καλύτερα, τις ονειροπολήσεις και ας έλθουμε στα ίδια τα γεγονότα. Επιτρέψτε μόνο να κάνω μια δήλωση πρώτα, απαραίτητη και αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, ώστε να μην δημιουργηθεί καμία παρεξήγηση σε κάποιον που, ενδεχομένως, διαβάσει το όνομά του και εκπλαγεί. Το κείμενο, που ακολουθεί, στηρίζεται, όπως είναι φυσικό, σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Αυτό πρέπει να δηλωθεί απ’ την αρχή για να αρθεί όποια πιθανή παρεξήγηση και για να φανεί ταυτόχρονα το ρεαλιστικότατο της γραφής και του περιεχομένου του έργου. ΄Ετσι, οποιαδήποτε σχέση με φανταστικά γεγονότα ή πρόσωπα πρέπει να αποκλεισθεί εκ των προτέρων και, εάν τυχόν εντοπιστεί σε κάποιο σημείο, θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς συμπτωματική και, ενδεχομένως, ως μια απρόβλεπτη διαβολική συγκυρία. Πολλές φορές συμβαίνει άλλωστε, όπως θα το έχουν διαπιστώσει ίσως και πολλοί αναγνώστες μου, η φαντασία να αντιγράφει την πραγματικότητα –πόσο εγώ, βέβαια, που στερούμαι ολοκληρωτικά φαντασίας- και αντιστρόφως, η πραγματικότητα δηλαδή την φαντασία. Μετά τη διαβεβαίωση αυτή κλείνει και η παρένθεση.
------------------------------------------------------------------ Και αρχίζει η γραφή του σεναρίου. Το πρώτο επεισόδιο διαρκεί όσο και μια δίωρη άδεια εξόδου των στρατιωτών μετά δημοσίων θεαμάτων, όπως λέγεται συνήθως στη στρατιωτική ορολογία. Τόπος: η είσοδος του κεντρικού κινηματογράφου της πόλης και ειδικότερα το σημείο εκείνο στο οποίο εκτίθενται καθημερινώς οι φωτογραφίες και οι αφίσες, που διαφημίζουν το έργο που παίζεται ή που πρόκειται να παιχθεί στο άμεσο μέλλον.
Εκεί, λοιπόν, διάφορες γυναίκες (σύζυγοι, μητέρες, θυγατέρες, αδελφές, ανεψιές ή εξαδέλφες επιφανών συμπολιτών ή μη), των οποίων τα ονόματα, για ευνόητους λόγους, είναι αδύνατον να αναγραφούν, επιθεωρούν με τη δέουσα προσοχή παρατεταγμένο εφ’ ενός ζυγού άγημα στρατιωτών, δεκανέων και λοχιών, συνεπικουρούμενες από ειδικό τμήμα αλπινιστών ορειβατών ιππέων γνωστού παρακείμενου χωρίου της περιοχής, ενώ ομάδες σμηνιτών και ναυτών παρακολουθούν με θλίβουσα μελαγχολική διάθεση, που περιέχει και μία μικρή δόση ζηλοτυπίας, τη σκηνή, από το άλλο άκρο της πλατείας. Σταδιακά, ανά πεντάλεπτο, δεκάλεπτο, αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση, μία μία οι γυναίκες, αφού έχει προηγηθεί συνεννόηση με νεύματα και διακριτικές χειρονομίες με τους στρατιώτες, έτσι ώστε ο καθένας ν’ ακολουθεί κατά πόδας αυτή που πρέπει κάθε φορά.
΄Όταν έχει αναχωρήσει πλέον και το τελευταίο ζευγάρι και ο φακός βρίσκεται, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, βέβαια, σε αμηχανία, εμφανίζεται, για να σώσει, ίσως, την κατάσταση, ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας, ο οποίος γράφει συνεχώς κάτι στο δημοσιογραφικό του σημειωματάριο. Ο φακός δεν τον δείχνει συνεχώς στους θεατές, αυτοί όμως τον φαντάζονται πάντα παρόντα. Αυτό που κυρίως δείχνει ο φακός είναι τα έρημα παγκάκια της πλατείας, καθώς και τα ξεραμένα, από την συνεχή άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος του ουρείν δημοσίως των γηγενών σκύλων και, καμιά φορά και των πολιτών, χόρτα και λουλούδια των παρτεριών. Για δένδρα δεν γίνεται λόγος. Αυτά θα εμφανιστούν στο μέλλον μετά την πλήρη αστικοποίηση της χώρας.
Και μερικά άλλα, τεχνικής φύσεως, θέματα: καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ακούγεται διακριτικά το μουσικό θέμα της ταινίας «΄Ενας άντρας και μια γυναίκα», το οποίο, ανάλογα με την επιθυμία του σκηνοθέτη ή τη διάθεση του πρωταγωνιστή μπορεί να αντικαθίσταται από τους εκκωφαντικούς ήχους, που εκπέμπονται από τα μικρόφωνα του κινηματογράφου, όπου παίζονται εναλλάξ τα έργα: «Επαρχιακό παρθεναγωγείο», ή «Οι παρθένες μας ξεμπροσταριάσανε».
Την στιγμή εκείνη, κατά την οποία φαίνεται ότι τελειώνει το επεισόδιο, εντελώς απρόοπτα εμφανίζεται ο διάσημος ΄Ελληνας συγγραφέας Αχιλλέας Φιλοθέου, τον οποίο συνοδεύει, ξαπλωμένος στο παιδικό του καροτσάκι, βυζαίνοντας αδιάφορα την πιπίλα του, ενώ γύρω του οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι, ο νεαρός σκηνοθέτης Νίκος Σιταράς. ΄Ετσι, το επεισόδιο συνεχίζεται για λίγο ακόμη.
Τότε ο συγγραφέας πλησιάζει τον εκδότη και του λέει επί λέξει τα εξής: «΄Όλα είναι μια απάτη, φίλε μου, μια απάτη, τίποτα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μονάχα ό,τι επιθυμούμε, το λέει άλλωστε και το τραγούδι, όλα είναι ένα ψέμα. Εγώ, π.χ. δεν ταξίδεψα ποτέ στην πόλη σας κι ούτε βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή μαζί σου, δεν είμαι καν συγγραφέας, μπορεί να είμαι ένας απλός λαχειοπώλης, πάρτε ένα λαχείο, κύριε, πού ξέρετε, μπορεί να είσθε σεις ο τυχερός και να κερδίσετε, εκτός κι αν προτιμάτε μόνο ένα καπέλο γεμάτο βροχή».
Ο εκδότης, σαστισμένος αρχικά, συνέρχεται γρήγορα και ετοιμάζεται, με τα λόγια και το βλέμμα του να κεραυνοβολήσει και τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη αποκαλώντας τους κρετίνους και απατεώνες, όταν, σηκώνοντας απότομα τον δείκτη του δεξιού του χεριού, βλέπει απέναντί του ακριβώς τον μεγάλο ανταγωνιστή του, πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου της πόλης και εκδότη μικρής εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας, να βγάζει τα μαλλιά του τρίχα – τρίχα από το κακό του.΄Ετσι, ο λόγος του πάγωσε στην άκρη των χειλιών του από τη φρίκη που του δημιούργησε το απρόσμενο θέαμα.
Αναγκαστικά, εδώ τελειώνει και το πρώτο επεισόδιο, το οποίο, όπως βλέπετε, δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ αυτό που έδειξε η τηλεόραση. Είπαμε, η φαντασία μου βρίσκεται στα μάτια μου και πουθενά αλλού. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται κάποιοι άσπονδοι φίλοι μου.
-----------------------------
Το δεύτερο επεισόδιο περιλαμβάνει κυρίως μια σύσκεψη που γίνεται μετά από λίγες ημέρες, με πρωτοβουλία του δήμαρχου και του μητροπολίτη, στο νεόδμητο δημαρχείο της πόλης, δωρεά επιφανούς συμπολίτη, μεγαλοεφοπλιστή, ο οποίος στα νιάτα του, όπως και πολλοί άλλοι, κατά την περίοδο της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, υπήρξε κουκουλοφόρος, πλιατσικολόγος και μαυραγορίτης. Σκοπός της σύσκεψης: ν’ ακουστούν προτάσεις και να βρεθούν λύσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση του θλιβερού φαινομένου, που παρακολουθήσαμε στο προηγούμενο επεισόδιο.
Παρευρέθησαν, λοιπόν, και συζήτησαν το θέμα οι εξής: ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης, ο οποίος εμφανίστηκε τελικά στο τέλος της σύσκεψης και αξίωσε αμέσως να εναλλάσσονται από τούδε και στο εξής και στην προεδρία, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, εκπρόσωπος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων (το τρίτο, ως γνωστόν, είναι αποκλεισμένο δια βίου από κάθε φανερή κοινωνική, πολιτική ή άλλη δραστηριότητα), ο προαναφερθείς πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου, γνωστός τιμητής της συμπεριφοράς των συμπολιτών του, η πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών, η πρόεδρος των Ομίλων Συσπείρωσης Γυναικών και ο εκδότης της καθημερινής τοπικής εφημερίδας, ο οποίος και πρώτος εντόπισε το ολίσθημα του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού. Σ’ αυτή την πρώτη συνεδρίαση δεν κατέστη δυνατόν να παρευρεθεί εξ αρχής ο μητροπολίτης αλλά ούτε και εκπρόσωπός του, γιατί ήταν ψυχοπαράσκευο και έπρεπε, κατά τα καθιερωμένα, να βρίσκονται όλοι οι ιερωμένοι στα διάφορα νεκροταφεία της πόλης για να διαβάζουν, με το αζημίωτο, τρισάγια υπέρ των ψυχών των τεθνεώτων μελών της κοινωνίας μας.
Θα ήταν δυνατόν η πρώτη και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τελευταία σύσκεψη αυτού του είδους να μην γίνει σε τόσο υψηλό επίπεδο στελεχών της κοινωνίας αλλά να πάρουν μέρος , στην αρχή τουλάχιστον, λιγότερο σημαντικά πρόσωπα, εκπρόσωποι δηλαδή των εκπροσώπων, με συνέπεια να έχουμε μια συνεχή παράθεση συνεδριάσεων και τα προβλήματα να μην επιλύονται εξ αρχής αλλά να χρονίζουν με τρόπο αρρωστημένο. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε και η διοίκηση του σταθμού, που όφειλε, έτσι κι αλλιώς μιας και το επέβαλλε ο νόμος περί τύπου, να μεταδώσει το σήριαλ ακέραιο, χωρίς περικοπές ή επεμβάσεις. ΄Έτσι όμως θα είχαμε υποβάθμιση των γεγονότων στα μάτια των τηλεθεατών και αυτό, ίσως, να είχε και κάποιες απρόβλεπτες ή μη αναμενόμενες συνέπειες για την πόλη μας. Εξάλλου, τα σπουδαία πρόσωπα πρέπει να συγκατατίθενται ώστε να εμφανίζονται μπροστά στα έκθαμβα μάτια των συμπολιτών τους και όχι, όπως οι Πλατωνικές Ιδέες, στα μάτια μόνο των μυημένων.
Ο προαναφερθείς εκδότης, ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος μόνος και κύριος εισηγητής του θέματος, εξέθεσε δια μακρών με τον απαστράπτοντα λόγο του στους παρευρισκόμενους συμπολίτες του όσα θλιβερά και αποτρόπαια προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της επάρατης τηλεοπτικής σειράς της ΤΕΡ12 και δυσφήμισαν κατά τον πλέον απαράδεκτο τρόπο τους αγαθούς νοικοκυραίους της μικρής πλην έντιμης πόλης μας και πρότεινε να αναζητηθούν τρόποι περαιτέρω χειρισμού του ανακύψαντος προβλήματος επ’ ωφελεία όλων.
Ο δήμαρχος, ως ο πρώτος πολίτης, με λόγια απλά και κατανοητά, υπογράμμισε το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και μεγαλείο ης πόλης, το οποίον, σημειωτέον, αυξήθηκε επί των ημερών του, αφού, φυσικά, είχε αρχίσει να ακμάζει από την εποχή ακόμη της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, όταν δήμαρχος ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ώστε από τα σπλάχνα της να βγαίνουν σχεδόν καθημερινά, συνεχώς και αδιαλείπτως, υπουργοί, πρωθυπουργοί, πραξικοπηματίες, έμποροι, βιομήχανοι, εισοδηματίες, εφοπλιστές, αποστάτες, στρατηγοί, δεκανείς και λοχίες, εθνικοί και τοπικοί ευεργέτες, ποιητές, τραγουδιστές, συγγραφείς, ποδοσφαιριστές, μαυραγορίτες, κουκουλοφόροι ή μη, οικοδόμοι, συνδικαλιστές, μητροπολίτες, πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, πολεμιστές, προδότες, κλέφτες και λωποδύτες επιφανείς και άλλα πολλά σημαντικά πρόσωπα και επαγγέλματα, που τιμούν και λαμπρύνουν το όνομά της στα τετραπέρατα της γης.
Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, το τόνισε με έμφαση αυτό, κατόρθωσε να αναπτυχθεί πολιτισμικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπροστά της να παραμερίζουν όχι μόνο η Αθήνα και η Πάτρα, αλλά πολύ σημαντικότερες πόλεις, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη και η Μόσχα και να παίρνει έτσι την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια πολιτισμική συνείδηση και ταυτόχρονα να εξαναγκάζει με τον τρόπο της όλους τους παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες, συγγραφείς, πνευματικούς ανθρώπους και επιστήμονες, εταίρες και αθλητές κάθε χρώματος, φυλής ή εθνικότητας να εγκαθίστανται μόνιμα στα περικαλλή και ουδόλως χρήζοντα πολεοδομικής ανασυγκροτήσεως προάστια. «Στο τέλος να μου το θυμηθείτε», συνέχισε, «ακόμα κι αυτή η εχθρική προς την πόλη μας κυβέρνηση θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να κλείσει δια παντός, ελλείψει φοιτητών και καθηγητών, όλα τα πανεπιστήμια της χώρας και θα ιδρύσει σε αυτόν εδώ τον τόπο ισάριθμα σε αντικατάστασή τους». Τελειώνοντας, αφού με μεγάλη προσπάθεια και όχι χωρίς κόπο κατάφερε να ξαναγυρίσει στο κύριο θέμα της συνάντησης, πρότεινε να διαμαρτυρηθούν έντονα και με πάθος προς κάθε αρμόδιο ή αναρμόδιο παράγοντα, πρόσωπο ή φορέα, ώστε να μην παρουσιαστούν ξανά στο μέλλον τέτοια φαινόμενα σήψης και διαφθοράς και πλήξουν το γόητρο της πόλης και το ήθος των πολιτών ανεπανόρθωτα, γιατί πες πες στο τέλος θα το πιστέψουν όλοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Η πρόταση του δημάρχου, όπως αναμενόταν άλλωστε, έγινε ομόφωνα δεκτή με παρατεταμένα χειροκροτήματα και επευφημίες.
Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου, που ήταν ο επόμενος ομιλητής, αφού χαρακτήρισε ως θετικά τα λόγια του δημάρχου, όχι όμως και την πρότασή του, που ήταν, όπως είπε, ρεφορμιστική και συμβιβαστική, αντίθετη δηλαδή προς τις ηρωικές παραδόσεις των κατοίκων της πόλης, προχώρησε περισσότερο και πρότεινε, με τη δέουσα σε αυτές τις περιπτώσεις σοβαρότητα, να ανατεθεί πάραυτα σε τοπικό γραφείο ερευνών να ερευνήσει, αν η αποτροπιαστική αυτή ενέργεια οφείλεται κατ’ αρχήν στον ίδιο τον συγγραφέα ή στον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη ή τον παραγωγό. «Να ευρεθεί τέλος πάντων», είπε, «ο κύριος υπεύθυνος αυτής της πράξης και να καταγγελθεί αρμοδίως σε όλα τα διεθνή όργανα, τα επιφορτισμένα με την φύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να τιμωρηθεί παραδειγματικά». «΄Άλλωστε», συνέχισε, κλείνοντας το μάτι του με σημασία, «όλοι το ξέρουν ότι όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας τα έχουν από παλιά με την πόλη μας. Αυτό το αποδεικνύει περίτρανα και εκείνη η απαίσια εκπομπή, που αναφερόταν στη ζωή και το έργο ενός γνωστού μας συντοπίτη ποιητή, στην οποία ο φακός, αντί να δείχνει τα υπέροχα, για να μην πω μεγαλειώδη, κτίσματα των τελευταίων χρόνων και την τεράστια πλατεία με τα πυκνοφυτεμένα παρτέρια της, που θα ζήλευε κάθε μεγάλη και σημαντική πόλη του πλανήτη μας, που σέβεται, βέβαια, την ιστορία της και τον πολιτισμό των προγόνων της, έδειχνε, λέγω, ο φακός, με περισσή θρασύτητα και αδικαιολόγητη περιφρόνηση, κάτι χαλάσματα και μισοερειπωμένα ή εγκαταλελειμμένα κτίρια του 19ου αιώνα με την υπόμνηση ότι ήταν, τάχα, νεοκλασικά. Είναι γεγονός», κατέληξε, «η τηλεόρασή μας εμπνέεται πάντα από την αισθητική των ερειπίων και την λατρεία του παλιού. ΄Έτσι, όμως μας διασύρει διεθνώς ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για το σύγχρονο και το μοντέρνο και κανείς εν τέλει δεν αντιδρά, όπως πρέπει». Τη συνέχεια του λόγου του, που κανείς δεν θυμάται πια, την καλύπτουν παρατεταμένα χειροκροτήματα, ποδοκροτήματα, σφυρίγματα και σποραδικές κραυγές απελπισίας και, φυσικά, για κάποια ώρα δεν ακούγεται άλλη λέξη.
Ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων, που μετά από ένα μικρό διάλειμμα πήρε τον λόγο, τόνισε ότι με τέτοιες εκπομπές υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο η θέση και το κύρος της γυναίκας. «Εμένα στ’ αρχίδια μου», είπε, «είμαι άντρας. Τι θα γίνει, όμως, με τις γυναίκες και τη διαμόρφωση των επερχόμενων γενεών; Ας έδειχναν, τουλάχιστον, ευσταλείς συμπολίτες μας να καμακώνουν περαστικές γυναίκες! ΄Έχω άδικο, μήπως;»
Ακολούθως πήρε τον λόγο η πρόεδρος της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών της πόλης και των περιχώρων, η οποία αναφέρθηκε λακωνικά αλλά με μαχητικότητα χαρακτηριστική της παράταξης που εκπροσωπούσε στα πανανθρώπινα ιδανικά και στο ολυμπιακό πνεύμα, που τόσο εύκολα και με τέτοια ασυνειδησία καταρρακώνονται διεθνώς και εμπορευματοποιούνται με κάθε τρόπο για να κερδίζουν ασύστολα οι μεγάλες πολυεθνικές και τα μονοπώλια εις βάρος πάντα του αγωνιζόμενου λαού, ενώ η πρόεδρος των Ομάδων Συσπείρωσης Γυναικών απαίτησε (δυναμικά, άμεσα και μαζικά) την πλήρη αποκατάσταση της τρωθείσας αξιοπρέπειας, της τιμής και του κύρους των γυναικών και επί πλέον πρότεινε να γίνει, οπωσδήποτε, μια παλλαϊκή και αγωνιστική συγκέντρωση για να καταγγελθούν οι μεγάλες δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστές-ρεφορμιστές, που κρύβονται συνήθως πίσω από τέτοιες κατάπτυστες ενέργειες.
Θα μπορούσα να παρουσιάσω κι άλλους εκπροσώπους δεκάδων άλλων συλλόγων και μαζικών φορέων που άνθιζαν εκείνα τα χρόνια στη χώρα. Προς τι, όμως; Ο θεατής από μόνος του έχει καταλάβει ήδη τα σημαντικότερα των γεγονότων και τα αποτελέσματά τους. Γιατί να καταπονηθεί κι άλλο, με την εξιστόρηση τόσων και τόσο ανούσιων λεπτομερειών;
Εδώ τελειώνει, λοιπόν, η κρίσιμη αυτή σύσκεψη, της οποίας, τελικά, μοναδική απόφαση είναι να παρακαλέσουν όλοι μαζί τον μητροπολίτη, που καταφθάνει επί τέλους εκείνη τη στιγμή με την πολυπληθή ακολουθία του, να διαβάσει αγιασμό στην πόλη και να εξορκίσει το κακό που τη βρήκε εν τη γενέσει του, όπως ακριβώς ο Επιμενίδης, ο αρχαίος μάντης από την Κρήτη, που εξάγνισε την αρχαία Αθήνα από το επάρατο Κυλώνειο ΄Αγος, που την καταδυνάστευε τόσον καιρό. Ας προλάβουμε τουλάχιστον τα χειρότερα, ήταν η γενική κατάληξη.
Την ώρα που πέφτουν τα γράμματα, παρουσιάζοντας ονομαστικά όλους τους παράγοντες, δευτερεύοντες και τριτεύοντες συντελεστές της εκπομπής, διαβάζονται μεγαλοφώνως, για όσους αγνοούν ανάγνωση και γραφή, διάφορα τηλεγραφήματα συμπαράστασης (και συμπαράταξης, βέβαια,) που απέστειλαν διάφοροι καλοθελητές, επιφανή στελέχη της κοινωνίας μας καθώς και οι υπόλοιποι μαζικοί φορείς που δεν κατάφεραν να παρευρεθούν στη μεγάλη εκείνη σύσκεψη…

---------------------------------------------

Το τηλεγράφημα ήρθε ξαφνικά και με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο: «Αγαπητέ κύριε, παρακαλώ δεχθείτε να αναλάβετε την διεύθυνση όλων των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας. Στοπ. Ενδεχόμενη άρνησή σας θα μας λυπήσει αφάνταστα και συγχρόνως θα στερήσει την πατρίδα μας από το όνειρο ενός λαμπρού μέλλοντος για το συμφέρον όλων ενώ θα περιέπλεκε περισσότερο το γνωστό πρόβλημα της πόλης σας. Στοπ. Τα θερμά μας συγχαρητήρια για την αγωνιστική ετοιμότητα των συμπολιτών σας που είναι απολύτως σύμφωνη με τις μεγάλες παραδόσεις της φυλής και του έθνους. ΄Όλως υμέτερος, Ο Υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της τηλεόρασης, ραδιοφωνίας και τύπου.
Υ.Γ.(πρώτο): Ο κύριος πρωθυπουργός σας αναμένει για να σας σφίξει το χέρι.
Υ.Γ.(δεύτερο):Αν πραγματικά το επιθυμείτε και δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό εμπόδιο, βιαστείτε, σας παρακαλώ, να αναλάβετε τα καθήκοντά σας γιατί, αν αργήσετε πολύ, πιθανόν να μη με βρείτε στη θέση μου. Ο ίδιος.
Σημείωση:
Και τώρα η διαμαρτυρία, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς», στις 23-3ι1984: «Με έντονη αγανάκτηση ο λαός της Ηλείας αποδοκιμάζει την απαράδεκτη προβολή του σήριαλ της ΕΡΤ2 το «Λαχείο» που, μέσα από ένα πρίσμα παραμόρφωσης, αναφερόταν στον τόπο που ζούμε.
Η προβολή αυτή αποτελεί καταφανή συκοφαντία του Ηλειακού λαού, μιας περιφέρειας της Ελλάδας που η μακραίωνη σύνδεσή της με πανανθρώπινα ιδανικά, δεν επιτρέπει παρόμοιες προσβολές.
Είναι απαράδεκτο, βασικό όργανο ενημέρωσης του Ελληνικού λαού να επιλέγει παρόμοιες παρουσιάσεις που στερούνται αντικειμενικότητας και αφίστανται της πραγματικότητας.
Αποτελεί κοινή αξίωση του Ηλειακού λαού η παρούσα διαμαρτυρία να προβληθεί από την ΕΡΤ2 στην αρχή του επόμενου επεισοδίου της ίδιας σειράς.
Ο Μητροπολίτης. Η Τοπική ΄Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων. Ο Δήμαρχος Πύργου. Η νομαρχιακή Επιτροπή Ισότητας των δύο φύλων. Η Πολιτιστική Εταιρία Πύργου. Το Παράρτημα Πύργου της Ε.Γ.Ε.. Ο Σύλλογος Γυναικών Πύργου.