Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Τρεις λαϊκές ιστορίες

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη

Τούτες οι τρεις ιστορίες που θα ιστορηθούν στη συνέχεια από εμένα ακούστηκαν μια νύχτα στη Γλαρέντζα, τη διάσημη αυτή πόλη του μεσαίωνα που ανιστόρητοι και ανόητοι πολιτικοί ονόμασαν Κυλλήνη, σε μια καλύβα στην ακροθαλασσιά από το στόμα ενός ντόπιου γέρου συγγενή μου που οι μνήμες του ήταν βαθιά χωμένες στο μακρινό παρελθόν του τόπου του.
Ειπώθηκαν με τέτοια ζεστασιά, με τέτοιο πάθος και με τόση πίστη στην αλήθεια που κουβαλούσαν μέσα τους που και εκείνος που τις υπογράφει εδώ τις πίστεψε κι ο ίδιος κι έτσι δεν θέλησε ν’ αλλάξει ούτε μία λέξη και δεν επέτρεψε στην πέννα του παρά μόνο κάποιες μικρότατες επεμβάσεις για την καλύτερη και πληρέστερη κατανόησή τους. Ούτε πάλι θέλησε να ανατρέξει σε άλλες πηγές για να διασταυρώσει το περιεχόμενό τους ή για να βεβαιωθεί για την πρωτοτυπία τους. Ειδικά αυτό του ήταν ολότελα αδιάφορο. ΄Αλλωστε εκείνο που θέλησε να δώσει πρώτα- πρώτα ήταν το αφηγηματικό πάθος και η παραστατικότητα της διήγησης του γέρου που σήμερα, δυστυχώς, δεν ζει πια!
Φυσικά μπορεί να είναι και από αλλού γνωστές από άλλους μελετητές του λαϊκού αφηγηματικού μας λόγου, άγνωστες όμως σε μία πολύ μεγάλη ανθρώπινη μερίδα, τη νεολαία. Και ίσως αυτό να τους δίνει μια πρόσθετη αξία. Ο λαός βέβαια στην πλειονότητά του δεν τις αγνοεί αφού ο ίδιος είναι ο δημιουργός του, οι νεώτεροι όμως που μέρα με τη μέρα ξεκόβονται απ’ την παράδοση κάποτε θα πρέπει να μάθουν και να νιώσουν ως τα βάθη της ψυχής τους το λαϊκό μας πολιτισμό για να μπορέσουν να επιβιώσουν στους δύσκολους καιρούς που έρχονται στο μέλλον.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο γέρος εκείνη τη νύχτα παρά το κρασί που έρεε αφειδώλευτα δεν έπλαθε εικόνες και σκηνές του παρελθόντος με τη φαντασία του αλλά διηγιόταν πεντακάθαρα με πίστη και αφέλεια παιδική κομμάτια της λαϊκής μας ιστορίας όπως τα είχε ακούσει κι ο ίδιος από τους μεγαλύτερους στα παιδικά του χρόνια. ΄Ετσι μας είπε πολλά, γιατί δεν ήμουν μόνος, για τις παλιότερες εποχές, για τους ανθρώπους που ζούσαν στην Ηλεία, για τη ζωή τους, την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. ΄Όμως σήμερα εδώ θα σας παρουσιάσω μόνο τις τρεις αυτές ιστορίες γιατί αυτές ήταν που με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα και με έκαναν να καταλάβω τι σημαίνει πραγματική αφήγηση, αβίαστη και φυσική.
Ο Κωνσταντής της πρώτης ιστορίας δεν είναι άλλος από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο αυτοκράτορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που η μνήμη του στην περιοχή δε λέει να σβήσει μια και έδρασε εδώ κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής του προτού ντυθεί την αιματοστάλαχτη πορφύρα του, όταν πήρε τον τόπο προίκα μαζί με τη γυναίκα του τη Θεοδώρα Τόκκου. Η δεύτερη ιστορία έχει μέσα της μπλεγμένες βυζαντινές και βενετσιάνικες μνήμες με στιγμές της Ελληνικής επανάστασης, ενώ η Τρίτη αναφέρεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός της επανάστασης του 1821 που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Και στις τρεις ιστορίες, όπως και σε πολλές άλλες, μέγας εχθρός είναι ο Τούρκος ακόμα κι αν αυτό είναι ιστορικά αδύνατο.
Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι στην περιοχή αυτή της Ηλείας ζουν ακόμα δεκάδες παραδόσεις με σπουδαιότερες εκείνες που αναφέρονται στο ανήλιαγο βασιλόπουλο ή στις δύο αδελφές των κάστρων που την έκανε ο Καρκαβίτσας διήγημα. Το βασιλόπουλο, όταν γεννήθηκε, το μοίραναν βάσκανες μοίρες και κακές να μην το δει ποτέ ο ήλιος γιατί θα πέθαινε. ΄Ετσι, για να βλέπει την αγαπημένη του πήγαινε κάθε νύχτα με το χρυσό του άρμα απ’ τη Γλαρέντζα στην Παλιόπολη από ένα υπόγειο δρόμο που άνοιξαν για χάρη του οι υπήκοοί του. Κάποια νύχτα όμως ξεχάστηκε κι αυτό ήταν μοιραίο: ο ήλιος τον βρήκε το γλυκοχάραμα στην αγκαλιά της αγαπημένης του και του πήρε ανελέητα τη ζωή.
Θα έπρεπε κάποτε όλες αυτές οι παραδόσεις και ιστορίες, που βρίσκονται σκόρπιες εδώ κι εκεί και που ζουν ακόμη ζωντανές στη μνήμη των γεροντότερων, να συγκεντρωθούν σε ένα ενιαίο σύνολο και να εκδοθούν όλες μαζί γιατί αυτό θα σήμαινε από τη μια τη δίκαιη αναγνώριση που χρωστάμε όλοι μας στη λαϊκή ιστορική σκέψη και ζωή κι από την άλλη θα έδινε τη δυνατότητα στους μελετητές αλλά και σ’ εμάς τους ίδιους να βρούμε τη λαϊκή σκέψη συγκεντρωμένη και να τη νιώσουμε καλύτερα γιατί κάθε μέρα που περνάει μας πάει όλο και πιο μακριά της. Είναι σχεδόν βέβαιο, σύμφωνα και με την επικρατούσα άποψη στην επιστήμη, ότι πίσω από κάθε λαϊκή διήγηση κρύβεται και κάποιο ιστορικό γεγονός που έφτασε με αυτό τον τρόπο σ’ εμάς. Εξάλλου είναι γνωστή η πίστη του λαού στις παραδόσεις που ο ίδιος έπλασε στο διάβα των αιώνων με οδηγούς λαμπρούς τη φαντασία, το όνειρο και την ιστορική πραγματικότητα όπως διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του ή πολλές φορές όπως θα ήθελε να διαδραματίζεται πραγματικά, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο ή τον πόθο για μια λεύτερη και αδέσμευτη ζωή. ΄Ετσι όλες σχεδόν συγκλίνουν στην αιώνια διαμάχη με τους πιο μακροχρόνιους κατακτητές που αντικαθιστούν πολλές φορές και όλους τους προηγούμενους εχθρούς κι όλες δίνουν σύμβολα και λύσεις σε μια μελλοντική επαναστατική πραγματικότητα.
Οι κάτοικοι του Κάμπου λοιπόν ποτέ δε μπορούν να ξεχάσουν τις χρυσές καμπάνες της Αγίας Σοφίας του Θεού που βρίσκονται βαθιά θαμμένες κάπου στην Ανδραβίδα κι ας μην υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα γιατί ο χρυσός είναι άχρηστο μέταλλο σε αυτή την περίπτωση αφού δεν χτυπάει όπως ο χαλκός ή τα κράματα και καρτερούν τον τυχερό που θα τις βρει. Τόσο πολύ πιστεύουν στην ύπαρξή τους μάλιστα που καταφέρονται συχνά κατά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που δεν επιτρέπει τις ανασκαφές για την ανεύρεσή τους!
Οι παραδόσεις είναι ο τρόπος ζωής ενός ολόκληρου λαού στο διάβα των αιώνων και δεν έχει κανείς το δικαίωμα να τις στείλει ατιμώρητα στη λησμονιά. Τούτο θα ήταν ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε κάποιος να κάνει κατά της πατρίδας του.
Τέλος όμως στις θεωρίες κι ας δούμε επιτέλους τις τρεις ιστορίες γιατί αυτές έχουν σε τελευταία ανάλυση κάποια σημασία κι όχι όσα γράφω εγώ ή κάποιοι άλλοι.

Α΄

Η Μυρτώ, η αρραβωνιαστικιά του Κωνσταντή, λουζόταν στο ποτάμι, όπως το συνήθιζε άλλωστε καθημερινά, στο ποτάμι, πέρα στης Καλαμάτας τα μέρη. Τα ξανθά μαλλιά της έλαμπαν σαν χρυσάφι καθώς τα σκέπαζαν ολούθε οι αχτίδες του ήλιου και φώτιζαν τον τόπο ολόγυρα.
Δυο Τούρκοι μπέηδες περνούσαν από εκεί καβάλα στα φαριά τους. Την είδαν και την λιμπίστηκαν αμέσως. Μαγεύτηκαν με το θέαμα. Τα μάτια τους θάμπωσαν από τη θεϊκή ομορφιά που αντίκρισαν. Τυφλώθηκαν από την περίσσια λάμψη. Δεν είχαν ξαναδεί σε ολόκληρο το ντουνιά που γύριζαν μέχρι τότε τέτοια θεόπλαστη ομορφιά. «Μα τον Αλλάχ», σκέφτηκαν, «τέτοια ομορφιά δεν πρέπει να μείνει στα χέρια των Ρωμιών»!
Μείναν για λίγο ακίνητοι για ν’ απολαύσουν όσο περισσότερο μπορούσαν το θέαμα γεμάτοι περίσκεψη και θαυμασμό. Στο τέλος πήραν τη μεγάλη απόφαση. «Θα την πάρουμε μαζί μας», είπαν ο ένας στον άλλο και ορμούν αμέσως στο νερό και την κλέβουν δίχως δεύτερη σκέψη και με τη βία την πάνε στο κάστρο της Γλαρέντζας όπου και τη φυλάκισαν μέχρι να ενδώσει και να πει το ναι για να χαρούν, ο ένας απ’ τους δυο, ο πιο τυχερός, τα κάλλη της. Βέβαια, δεν λογάριασαν εκείνη τη στιγμή την αντίδραση, τη μάνητα του Κωνσταντή.
Το έμαθε γρήγορα εκείνος και γρήγορος σαν τον άνεμο κινάει με τρεις συντρόφους του για να γλυτώσει την κόρη από τα βέβηλα χέρια των εχθρών. Καβαλάρηδες τρανοί ως ήσαν διέσχισαν δίχως άργητα ποτάμια, κάμπους και βουνά και φτάνουν στη Γλαρέντζα. Βλέπουν πάνω στο κάστρο τη Μυρτώ να κόβει βόλτες ασταμάτητα με τα μάτια συνέχεια στο νοτιά, γεμάτα σπαραγμό και πίκρα. Ο Κωνσταντής μόλις την είδε δεν κρατήθηκε και της φώναξε γεμάτος από αγωνία και λαχτάρα: Μυρτώ μου, ζεις; «Κωνσταντή μου εσύ;» ξαφνιάστηκε η κόρη.
Δεν πρόλαβε να δευτερώσει το λόγο της η κόρη γιατί ο ένας από τους μπέηδες που δεν είχε κατορθώσει μέχρι τώρα να την κάνει να του ρίξει μια τρυφερή ματιά, όπως και ο άλλος άλλωστε, την έσπρωξε οργισμένος με ολόκληρη σχεδόν τη δύναμή του κι απ’ το μεγάλο κάστρο σωριάστηκε κομματιασμένο το θεϊκό κορμί στα πόδια του αγαπημένου της.
Μάνιασε ο Κωνσταντής σαν είδε το αποτρόπαιο το έγκλημα και βάζοντας στην άκρη τον πόνο του ρίχτηκε πάνω στο μπέη κι ανοίγει μάχη τρομερή μαζί του για να κερδίσει το άψυχο κορμί της αρραβωνιαστικιάς του και να το θάψει με τιμές βασιλικές στο Μιστρά. ΄Ιδια θεριά κι οι τρεις συντρόφοι του μάχονταν μαζί του με ολάκερη τη φρουρά του κάστρου για της πατρίδας την τιμή και της κυράς τους το νεκρό κορμί.
Φοβερή η μάχη, σκληρός ο πόλεμος κρατάει τρία μερόνυχτα δίχως ξανάσασμα και δεν λέει να τελειώσει. Τα χέρια τους είναι σαν παράλυτα πια, πιάστηκαν απ’ το πολύ το σφάξιμο. Ο Κωνσταντής όμως είναι ανελέητος. Δεν σταματάει ούτε στιγμή το σκοτωμό και ψάχνει με την αγριεμένη του ματιά στο τούρκικο λεφούσι να βρει το δολοφόνο, να τον εκδικηθεί για την αναίτια πράξη του. Κάποτε τον βλέπει κρυμμένο μέσα σ’ ένα τμήμα γενίτσαρων, φοβισμένο όσο ποτέ άλλη φορά μέχρι τώρα στη ζωή του και χύνεται πάνω του σαν αητός. Οι φρουροί του, μπρος στη μάνητα του Κωνσταντή, δεν αντέχουν για πολύ, σκορπίζουν ολόγυρα με τρόμο κι οι δυο αφεντάδες πιάνονται στα χέρια σαν όρνια μανιασμένα από την πείνα όταν βρεθούν πάνω από ένα ψοφίμι. Κάθε άλλη μάχη κόβεται στη στιγμή κι όλοι θωρούν με θαυμασμό την αντρειωμένη μάνητα, τη θεϊκή ανεμοζάλη. ΄Ωρες πιασμένοι πολεμούν, χιλιάδες τα χτυπήματα, το αίμα ποταμός κι όμως κανείς δεν πέφτει κατά γης, κάστρα κι οι δυο θεόκτιστα, βασιλικά. Ακούραστοι χτυπούν μα τέλος δεν βλέπει κανείς.
Ο ήλιος βρίσκεται πια στο τέρμα του, στο τέλος της τέταρτης ημέρας, έτοιμος να βουτήξει μαλακά για το νυχτερινό του μπάνιο πέρα κατά την Κεφαλονιά. Τότε με μια τρομερή σπαθιά ο Κωνσταντής κόβει στα δυο του μπέη το κορμί κι οι Τούρκοι όπου φύγει φύγει, κλείνονται σαν τρελοί απ’ την τρομάρα τους μέσα στο κάστρο. Τέτοιο πολεμιστή δεν είχαν δει ως τότε.
Ο Κωνσταντής δεν ήρθε όμως γι’ αυτούς κι αμίλητος μαζεύει από κάτω τα κομμάτια της Μυρτώς και με τους τρις συντρόφους του τραβάει για τον Μιστρά, το κάστρο το Θεόκτιστο, τη βάση της δύναμής του, για να κλάψει με δάκρυ πικρό της κόρης της θεόπλαστης τον άδικο χαμό. Κι οι Τούρκοι για μέρες πολλές δεν βγήκαν έξω από το κάστρο της Γλαρέντζας, γιατί ο τρόμος του Κωνσταντή, μην έρθει πίσω για γδικιωμό, τους πάγωνε τα μέλη.


Β΄

Οι Τούρκοι, αμέτρητο λεφούσι πολεμιστών και αμάχων, είχαν κλειστεί στο κάστρο της Γλαρέντζας, το άπαρτο με μάχη και με πόλεμο κανονικό. Μήνες πολλούς οι ΄Ελληνες τους πολιορκούσαν και τρόπο δεν εύρισκαν να τους νικήσουν και να το κυριεύσουν.
΄Εκαναν συμβούλιο λοιπόν το τι θα κάνουν όλοι οι αρχηγοί μαζί και πήραν την απόφαση να στείλουν λαγουμιτζή, να το τινάξει στον αέρα συθέμελα. Βρήκαν τεχνίτη μοναδικό στο είδος του, να φτιάχνει λαγούμια δυνατά, να βάνει φωτιά και να στέκεται παράμερα και να τα καμαρώνει την ώρα που τινάζονται κάστρα και άνθρωποι κομμάτια στον αέρα. Του ανέθεσαν το έργο και περίμεναν ανυπόμονοι για το αποτέλεσμα.
Εκείνος έκανε τη δουλειά του όπως έπρεπε, όμως το κάστρο αργεί να ανατιναχθεί κι οι ΄Ελληνες νομίζοντας πως τους πρόδωσε τον βρίζουν άνανδρο, δειλό και τιποτένιο. Στο τέλος, αφού άδικα καρτερούν την ανατίναξη που δεν γίνεται τον πιάνουν σαν προδότη και τον σκοτώνουν βάρβαρα κι απάνθρωπα για παραδειγματισμό. Σφιχτά του δένουν το ένα πόδι στο κατάρτι μιας γαλέρας και το άλλο σε μιας άλλης που άπονα ανοίγουν τα πανιά τους. Η μια τραβάει κατά το βοριά κι η άλλη προς το νότο.
Στα δυο σκίζεται το άμοιρο κορμί ενώ την ίδια στιγμή το κάστρο το αψηλό και τ’ άπαρτο δίχως δόλο και πονηριά γκρεμίζεται συθέμελα απ’ του λαγουμιτζή τη φοβερή φωτιά που άργησε ν’ ανάψει κι έτσι του πήρε τη ζωή, σαν να ήθελε να τον εκδικηθεί. Από τότε και μέχρι σήμερα είναι πεσμένο καταγής κι ανθρώπου χέρι δεν το ξανάχτισε ποτέ κι ούτε θα το ξαναχτίσει για του παλικαριού τον άδικο χαμό απ’ των συντρόφων του το χέρι κι ας λέει η Ιστορία πως το γκρέμισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να μην πέσει στων εχθρών τα χέρια και γίνει άπαρτο ορμητήριό τους.

Γ΄


΄Όταν άρχισε ο μεγάλος σηκωμός των Ελλήνων στα 1821 οι Τούρκοι για να γλυτώσουν απ’ το μαχαίρι του καταπιεσμένου ραγιά κλείστηκαν μέσα στο κάστρο το Χλεμούτσι όπου ένιωθαν σχετική ασφάλεια και σιγουριά. Εκεί τους πολιορκούσαν για καιρό οι επαναστάτες, τους έσφιξαν από παντού με κάθε τρόπο, μα στάθηκε αδύνατον να τους βγάλουν έξω και να πάρουν δικό τους το κάστρο γιατί έφτασαν πολύ γρήγορα τα αρματωμένα σαν αστακοί στρατεύματα των πολεμοχαρών Τουρκαλβανών από το Λάλα και ανάγκασαν στη στιγμή τους πολιορκητές να λύσουν την πολιορκία και να διασκορπιστούν φοβισμένοι δεξιά κι αριστερά και να σωθούν. Μαζί τους σκορπίστηκαν κι οι Καστρινοί γιατί δεν έβλεπαν άλλο τρόπο για να γλυτώσουν το μαχαίρι των εχθρών.
Μια κόρη όμορφη σαν τα κρύα νερά που ζούσε τότε στο Κάστρο τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε από την αγριότητα των νεοφερμένων που κρύφτηκε μέσα στα βάτα σαν θήραμα και από εκεί έβλεπε τα πάντα καθημερινά. Εκεί έμενε συνεχώς κρυμμένη και τη νύχτα έβγαινε για φαγητό, να ξεγελάσει καλύτερα την πείνα της με χίλιες προφυλάξεις με τους καρπούς μιας μαύρης μουριάς αλλά και άλλων δένδρων που βρίσκονταν εκεί κοντά.
Αυτό γινόταν καθημερινά ώσπου μια μέρα το Κάστρο λευτερώθηκε κι οι Τούρκοι έφυγαν ντροπιασμένοι για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια. Η κόρη συνέχιζε να ζει την ίδια ζωή που ζούσε μέχρι τότε γιατί δεν πήρε είδηση την αλλαγή του σκηνικού κι οι άνθρωποι που έβλεπε να κυκλοφορούν εξίσου άγριοι με τους προηγούμενους δεν ήταν παρά οι συχωριανοί της. Εξάλλου την είχε κυριεύσει ο φόβος κι ήταν αδύνατον να δει την πραγματικότητα όπως είχε διαμορφωθεί κι επιπλέον κι η ίδια είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα πραγματικό αγρίμι.
Τα ρούχα της δεν υπήρχαν πια, κάποια ξεσκλίδια σκέπαζαν μέρος της γύμνιας της, η πείνα κι η ταλαιπωρία την είχε μετατρέψει σε σκελετό κι ο τρόμος της είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της που άλλοτε αποτελούσαν υπόδειγμα ομορφιάς. Γυρνούσε σαν αγρίμι στις ερημιές μακριά απ’ τους ανθρώπους και τον πολιτισμό.
Την είδαν κάποτε δυο συχωριανοί της και σκέφτηκαν να την πλησιάσουν. Εκείνη το έβαλε πανικόβλητη στα πόδια. ΄Ετσι στάθηκε αδύνατον να την πλησιάσουν και να την φέρουν στο χωριό. ΄Ηταν για τα καλά αγριεμένη, η ζωή της δεν ήταν πια για την κοινωνία των ανθρώπων.
Τότε συνεδρίασε η δημογεροντία και αποφάσισε να πιάσει με μπαμπεσιά το ανθρώπινο αγρίμι και να το ξαναφέρουν στη μικρή κοινωνία του χωριού. ΄Εσκαψαν λάκκο βαθύ λοιπόν στη ρίζα της μουριάς και κρύφτηκαν μέσα δυο από τους πιο δυνατούς λεβέντες που εύκολα θα μπορούσαν να ρίξουν κάτω και να συλλάβουν το κορίτσι. Οι υπόλοιποι σκέπασαν το λάκκο με κλαδιά δέντρων και ξερά χόρτα όπως έκαναν στις παγίδες που έστηναν για τα άγρια ζώα της περιοχής. ΄Ολοι περίμεναν το σούρουπο με ανυπομονησία.
Σαν βράδιασε φάνηκε και η κόρη που ανέβηκε αμέσως πάνω στο δέντρο για τη συνηθισμένη της τροφή. Οι δυο λεβέντες βγήκαν αμέσως από την κρυψώνα τους κι αγκάλιασαν με τα χέρια τους το χοντρό κορμό της μουριάς για να εμποδίσουν το κορίτσι να κατέβει στη στιγμή. Σε λίγο ήρθαν κι οι υπόλοιποι που παραφύλαγαν λίγο πιο πέρα κι έτσι με τη βία και την πονηριά κατάφεραν να την πιάσουν και να την παραδώσουν στους δικούς της ώστε να μπορέσει να ξαναγίνει όπως πριν στο οικείο της περιβάλλον.
Και πράγματι έτσι έγινε, όπως διηγούνταν οι παλιότεροι που τη γνώρισαν προσωπικά. Γρήγορα συνήλθε και ξαναγύρισε στην πρώτη της ζωή. Μάλιστα τα κατάφερε τόσο καλά που παντρεύτηκε στο Βαρθολομιό όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή της με τα παιδιά της, τα εγγόνια της και τα δισέγγονά της. Λένε ότι έζησε πολύ. Ξεπέρασε τα εκατόν είκοσι χρόνια.