Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ο Πύρρων ο Ηλείος και ο Σκεπτικισμός

του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Ο Σκεπτικισμός σήμερα, ως ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του και δεν υπάρχει πια, κάποιες αντιλήψεις όμως που εξέφρασε και υποστήριξε στις διάφορες φάσεις της ιστορίας του και που αποτελούσαν κάποτε στάση ζωής, βρήκαν και εξακολουθούν να βρίσκουν ανταπόκριση στη ζωή και τη σκέψη πολλών ανθρώπων και στοχαστών.
Ο Σκεπτικισμός ήταν ένα από τα σημαντικότερα κινήματα της μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη φιλοσοφίας που είχε οπαδούς σε όλες τις εποχές και που μια πρακτική του έκφραση την είδαμε σε μια ακραία και επιφανειακή μορφή τη δεκαετία του 1960 με το κίνημα των χίπηδων, που εμφανίστηκε ως πλήρης άρνηση κάθε αξίας της αστικής ζωής και κοινωνίας. Σημειωτέον ότι οι οπαδοί του κινήματος αυτού μιμήθηκαν ως ένα βαθμό, ακόμα και με την εξωτερική τους εμφάνιση, τους πρώτους σκεπτικούς και κυνικούς. Αργότερα βέβαια οι περισσότεροι απ’ αυτούς αναίρεσαν την τότε στάση τους και εντάχθηκαν ομαλά στην κοινωνία που πολεμούσαν, πολλοί μάλιστα σε υψηλόβαθμες θέσεις. ΄Ηταν η όψιμη μορφή της φιλοσοφίας αυτής που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην ΄Ηλιδα από τον Πύρρωνα στον 4ο αιώνα π.Χ.
Η πνευματική ζωή της Ηλείας στα χρόνια της Αρχαιότητας ήταν, όπως και σήμερα άλλωστε, ως ένα σημείο, περιθωριακή, περιορισμένη σε συγκεκριμένα πράγματα που ενδιέφεραν και αφορούσαν τους κατοίκους της και τον τρόπο ζωής τους. Η χώρα, πλούσια σε υλικά αγαθά, με απέραντα λιβάδια, δάση και γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις κυβερνιόταν σχεδόν πάντα από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της ΄Ηλιδας, οι οποίοι, βυθισμένοι στην καλοπέραση και την άνεση που τους πρόσφεραν τα πλούτη που αποκόμιζαν από τη συνεχή και ανεμπόδιστη εκμετάλλευση της εργασίας των δούλων, των γύρω περιοχών που είχαν καταλάβει έγκαιρα και των ιερών με την πανελλήνια λάμψη, ενδιαφέρθηκαν ελάχιστα για άλλες κατακτήσεις ή για πνευματικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές αναζητήσεις. Με κάποιες ατομικές εξαιρέσεις, βέβαια, που όμως ενισχύουν τον κανόνα. Αλλά και με τη δημοκρατία λίγα πράγματα άλλαξαν. Η συνήθεια και η παράδοση είναι ισχυροί παράγοντες για να διαιωνίσουν μια μόνιμα σχεδόν διαμορφωμένη κατάσταση. ΄Ετσι, σπάνια βλέπουμε τους Ηλείους να παίρνουν ενεργό μέρος στη διαμόρφωση και τη δημιουργία της αρχαίας Ιστορίας και σχεδόν πάντα αθέατα και διακριτικά. Κύριο ενδιαφέρον τους τα πανηγύρια, οι μεγάλες γιορτές, τα συμπόσια, η διασκέδαση, ο εύκολος και ευχάριστος τρόπος ζωής. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Παρά ταύτα όμως υπήρξαν κατά καιρούς και επιφανείς Ηλείοι, όπως και σήμερα άλλωστε, που έλαμψαν ως άτομα με το έργο τους και τη δράση τους στο χώρο του Πνεύματος, της Επιστήμης και της Τέχνης. Ο γλύπτης Κολώτης π.χ. ήταν Ηλείος. Μαθητής και συνεργάτης του Φειδία δούλεψε μαζί του ή αυτόνομα στην κατασκευή του κολοσσιαίου χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ολύμπιου Δία και άλλων σημαντικών έργων της περιοχής. ΄Ηταν έξοχος στην επεξεργασία του χρυσού και του ελεφαντόδοντου. Δικά του έργα ήταν τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της Αθηνάς και του Ασκληπιού ( «θαυμαστόν ιδείν ξόανον», κατά τον Στράβωνα ) και ένα τραπέζι με ανάγλυφες μορφές πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων τα στεφάνια των νικητών. Επίσης, Ηλείοι ήταν ο ανδριαντοποιός Κάλλων και ο αρχιτέκτονας Λίβων, με τα σχέδια του οποίου κτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία στην Ολυμπία.
Ονομαστοί ήταν οι μάντεις και οι μάγοι της Ηλείας. Εκτός από τον μυθικό Μελάμποδα υπήρξε ολόκληρη σειρά γενεών μάντεων της ίδιας οικογένειας, όπως οι Κλυτίδες, οι Ιαμίδες, οι Καλλιάδες και οι Τελειάδες. Μεγάλη παράδοση που ξεκινάει από τον 5ο αιώνα π.Χ. υπήρξε στη φιλοσοφία. Εδώ γεννήθηκαν και ξεκίνησαν ή ολοκλήρωσαν τη σταδιοδρομία τους ο διάσημος σοφιστής Ιππίας, ο φιλόσοφος Φαίδων, αγαπητός μαθητής και σύντροφος του Σωκράτη και ιδρυτής της Ηλειακής Φιλοσοφικής Σχολής, ο διάδοχός του Πλείσταινος, μαθητής του Ευκλείδη, ο σοφιστής Αλεξίνος και, φυσικά, ο Πύρρων ο Εφεκτικός, ο ιδρυτής του Σκεπτικισμού ως ολοκληρωμένου φιλοσοφικού κινήματος.
Ο σοφιστής Ιππίας, ματαιόδοξος και επιπόλαια πολυμερής, ήθελε να διαδώσει όλες τις γνώσεις του καιρού του σε όλους τους ανθρώπους και για αυτό καταπιάστηκε με το σύνολο σχεδόν των επιστημών, με τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Φιλοσοφία και γυρνώντας από πόλη σε πόλη δίδασκε τους εύπορους νέους της Ελλάδας με μεγάλη αμοιβή. Απόκτησε και στην Αθήνα ένα ευρύ κύκλο θαυμαστών και μαθητών, όπως μαρτυρούν και τα έργα του Πλάτωνα που αναφέρονται σ’ αυτόν ή τον κατονομάζουν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε και δύο πολύ σημαντικούς Αθηναίους που έζησαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Ηλεία μετά τη φυγή τους από την Αθήνα για καθαρά πολιτικούς λόγους και επηρέασαν τα μέγιστα την περιοχή και τον πολιτισμό της: το γλύπτη Φειδία που εγκατέστησε το εργαστήριό του στην Ολυμπία δεχόμενος παράλληλα πληθώρα μαθητών και τον Ξενοφώντα, ο οποίος έγραψε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στα κτήματά του στη Σκυλλουντία.
Η πληροφορία του ΄Ερμιππου ότι ίδρυσε σχολή στην Ολυμπία και ο Αλεξίνος κρίνεται ανακριβής. Ο ιδιόρρυθμος αυτός φιλόσοφος που λόγω του φιλονεικώτατου του χαρακτήρα του κλήθηκε και Ελεγξίνος, μαθητής του Μεγαρικού Ευβουλίδη διαφωνούσε ριζικά με όλους τους φιλοσόφους και κατηγορούσε τη Ρητορική ότι χρησιμοποιεί σοφιστικές μεθόδους και ασχολείται με άχρηστα θέματα. Βρίσκεται πλήρως μέσα στο πνεύμα του Σκεπτικισμού που θα αναπτυχθεί πλήρως από τον Πύρρωνα και τους μαθητές του.
Ο Πύρρων, ο ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, γεννήθηκε στην ΄Ηλιδα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενενηντάχρονης ζωής του (360-270 π.Χ.) μαζί με την αδελφή του, τη Φιλίστα, που ήταν μαμή. Νεαρός ακόμη μαθήτευσε στον Βρύσκιο, μαθηματικό φιλόσοφο της Μεγαρικής Σχολής του Ευκλείδη, η οποία είχε διαδεχθεί με τη σειρά της την Ηλειακή Σχολή του Φαίδωνα υπό την επίδραση, ίσως, του Αλεξίνου. Η Ηλειακή παράδοση δηλαδή και σκέψη ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του δικού του φιλοσοφικού στοχασμού.
Συνοδεύοντας τον Αλέξανδρο μαζί με δεκάδες άλλους επιστήμονες, φιλοσόφους, καλλιτέχνες διέσχισε ολόκληρη σχεδόν την Ασία, ήλθε σε επαφή με τους μάγους της Περσίας, μελέτησε σε βάθος το μυστικισμό της Ανατολής και έφτασε ως τις Ινδίες, όπου γνωρίστηκε με τους βραχμάνους, τους περίφημους γυμνοσοφιστές, οι οποίοι επεδίωκαν την ηθική τελείωση στην απόλυτη αταραξία (νιρβάνα) και την πλήρη υποταγή του σώματος στις λιγοστές ανάγκες της ψυχής. Η επίδρασή τους ήταν μεγάλη και στη σκέψη και στον τρόπο ζωής του Ηλείου φιλοσόφου. Με πολλούς απ’ αυτούς διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου γύρισε στην πατρίδα του και για λίγο καιρό ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, στη συνέχεια όμως με τη φιλοσοφία. ΄Εζησε μέχρι τον θάνατό του πιστός, παρά τις διάφορες προκλήσεις, στη δική του φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Επίσης, θα μπορούσε να πει κανείς με κάθε βεβαιότητα σχεδόν ότι δέχτηκε επιδράσεις και από άλλους, προγενέστερους ΄Ελληνες φιλοσόφους, όπως τον Ευκλείδη τον Μεγαρικό, το Δημοκρίτειο φιλόσοφο Ανάξαρχο καθώς και από εκπροσώπους της αρχαίας Σοφιστικής, όπως τον Πρωταγόρα.
Ο Πύρρων επεδίωκε πάντα να ζει, όσο του ήταν βέβαια δυνατόν, σε απόλυτη συμφωνία με τις φιλοσοφικές δοξασίες του. ΄Ετσι, έζησε απλά και ταπεινά μια πραγματική ζωή φτωχού με ελάχιστες, τις απαραίτητες, ανάγκες και σύμφωνα πάντα με τα έθιμα και τις συνήθειες των φτωχών συμπατριωτών του. ΄Όπως μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος πουλούσε καθημερινά στην αγορά της ΄Ηλιδας πουλερικά και γουρουνόπουλα για τον επιούσιο και δεν αρνιόταν ποτέ ακόμα και τις πιο ταπεινές δουλειές σε αντίθεση με πολλούς άλλους σύγχρονούς του πολίτες αδιαφορώντας πλήρως για τη γνώμη των γύρω του.
Η γνώση για τη ζωή του από νωρίς σκεπάστηκε από ένα πέπλο μυστηρίου και μύθου. Τη διδασκαλία του, τις δοξασίες του, τις θεωρίες του δεν τις κατέγραφε, όπως και ο Σωκράτης και έγιναν ευρύτερα γνωστές από τον πνευματικό του κληρονόμο, τον Τίμωνα. Πολλά περιστατικά της ιδιόρρυθμης ζωής του, για την οποία προσπαθούσε πάντα να είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία του, έφτασαν ως εμάς με τη μορφή ανέκδοτων. Ρίχνουν όμως κάποιο φως στο σκοτάδι της πληροφόρησης που έχουμε για τον ίδιο και για το έργο του. Λέγεται ότι μονάχα δυο φορές στη ζωή του ξέφυγε (δηλαδή ταράχτηκε) από τους κανόνες που ο ίδιος είχε θεσπίσει γι’ αυτήν: τη μια, όταν τρομαγμένος σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός δένδρου προσπαθώντας να γλιτώσει απ’ την επίθεση ενός επικίνδυνου σκύλου και την άλλη, όταν για άγνωστο σ’ εμάς λόγο νευρίασε με την επίμονη αδελφή του και κάποιος τον περιγέλασε με το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες!». Τότε ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε με τη χαρακτηριστική ψυχραιμία που τον διέκρινε πως δεν ήταν δυνατόν να εξαρτήσει την απόδειξη της «αδιαφορίας» του από μια γυναίκα κι ότι με μια γυναίκα ποτέ δεν θα μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα ατάραχος.
Κάποια από τα περιστατικά της ζωής του που έφτασαν ως εμάς δείχνουν παραδειγματικά τι εννοούσε ακριβώς όταν μιλούσε για την αταραξία. Κάποτε, παραδίδεται απ’ τις αρχαίες πηγές, ο φίλος του Ανάξαρχος, καθώς βάδιζαν μαζί στις ερημιές της ΄Ηλιδας, γλίστρησε και έπεσε στον παρακείμενο βάλτο. Ο Πύρρων, σαν να μην συνέβη τίποτε, συνέχισε ατάραχος τον περίπατό του αδιαφορώντας παντελώς για τον φίλο του που κινδύνευσε πραγματικά να πνιγεί. Το περιστατικό αυτό ο Ανάξαρχος το διηγείτο συχνά στους ακροατές του για να εκφράσει το θαυμασμό του για τον Ηλείο φιλόσοφο. Προσωπικά βέβαια πιστεύω και τον αποτροπιασμό του για το γεγονός, αφού κόντεψε ν’ αφήσει τα κόκαλα του εκεί για ν’ αποδείξει ο Πύρρων τις θεωρίες του.
Κάποια άλλη στιγμή του άνοιξαν και του καυτηρίασαν με τα πιο επώδυνα αντισηπτικά της εποχής μια πληγή κι ο φιλόσοφος, παρά τον ανυπόφορο πόνο που ένιωθε να τον βασανίζει δεν έκανε ούτε μια σύσπαση, έναν μορφασμό στο ήρεμο και ατάραχο πρόσωπό του. ΄Εδειξε με τον πιο πρόσφορο τρόπο ότι δεν του συνέβαινε τίποτα το συνταρακτικό εκείνη τη στιγμή και τράβηξε άπειρα βλέμματα θαυμασμού πάνω του.
Συχνά αναφερόταν στον ΄Ομηρο και έλεγε ότι δεν πρέπει κανείς να στενοχωριέται ποτέ για το θάνατο γιατί, αφού ο Πάτροκλος που άξιζε περισσότερο απ’ τον καθένα μας πέθανε από το δόρυ του ΄Εκτορα τότε γιατί να ζούμε εμείς που είμαστε σαφώς κατώτεροί του κι ότι οι άνθρωποι μοιάζουν με τα φύλλα των δένδρων που πεθαίνουν το φθινόπωρο. Εδώ έχουμε μια αντίληψη και μια μεταφορά χρησιμοποιημένη ήδη από τη λυρική και τη χορική ποίηση του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.
Αυτά διέσωσε η αρχαία παράδοση για τη ζωή του Πύρρωνα που ομολογουμένως ρίχνουν κάποιο φως και ερμηνεύουν τις δοξασίες του. Οι Ηλείοι, εκτιμώντας την προσφορά του στη Φιλοσοφία αλλά και στην πατρίδα του τον τίμησαν κυρίως ηθικά, όσο ζούσε: τον έκαναν αρχιερέα και απάλλαξαν εξ αιτίας του όλους τους φιλοσόφους από τη φορολογία. Μετά το θάνατό του όμως του ανήγειραν περικαλλές μνημείο ενώ τοποθέτησαν και την εικόνα του στη Στοά της αγοράς της ΄Ηλιδας.
Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά τις θεωρίες του και τη ζωή τους στην Ιστορία του Πνεύματος και ειδικά της Φιλοσοφίας.
Τη διδασκαλία του Πύρρωνα και των διαδόχων του στη Σκεπτική Σχολή μας τη διέσωσαν αποσπασματικά ο Διογένης Λαέρτιος και ο Σέξτος Εμπειρικός. Ο ιδρυτής του Σκεπτικισμού έβγαζε αρνητικά συμπεράσματα από την ασυμφωνία των φιλοσόφων μεταξύ τους στα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας και της ζωής. Κατά τον Πύρρωνα η σοφία, δηλαδή η γνώση είναι σχετική και τίποτα το πραγματικά αληθινό δεν υπάρχει. Η λογική με τη σειρά της δε μπορεί να φτάσει στην πλήρη γνώση του αληθινού με οποιοδήποτε τρόπο. ΄Ετσι, αν θέλουμε να οδηγηθούμε στην ενάρετη αδιαφορία που αποτελεί το ιδανικό του σοφού (το καλό και το κακό είναι επίσης συμβατικά και σχετικά) θα πρέπει να αποφεύγουμε να μιλάμε και να δίνουμε ορισμούς στα πράγματα. Και τούτο γιατί τίποτα δε μπορεί να είναι απόλυτα κατανοητό επειδή δε μπορούμε να ορίσουμε, να γνωρίσουμε δηλαδή ένα πράγμα στις λεπτομέρειές του με ορισμούς μέσω κάποιου άλλου που ανήκει ή όχι στο ίδιο είδος. ΄Ετσι εκείνο που κυριαρχεί στη γνώση των πραγμάτων είναι η φαινομενικότητα.
Κύριο στοιχείο λοιπόν της σκέψης του Πύρρωνα είναι η αμφιβολία για πράγματα που δεν είναι ολότελα φανερά, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνα. Τίποτα δε μπορεί να μας βεβαιώσει με σιγουριά για την ύπαρξη ή όχι των πλατωνικών ιδεών. Συνεπώς δε μπορούμε να έχουμε ή να εκφέρουμε γνώμη ασφαλή ούτε για το Αγαθό ούτε για το Κακό αυτά καθ’ εαυτά (« Ου μάλλον ούτως έχει τόδε ή εκείνης ή ουδετέρως»). ΄Ετσι, ο Ηλείος φιλόσοφος οδηγείται στην ολοκληρωτική άρνηση της ύπαρξης και της σκοπιμότητας της επιστήμης ενώ την ιδέα της ευτυχίας, που ήταν κυριαρχική στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής του, τη μεταβάλλει σε απόλυτη αδιαφορία για το κάθε τι.
Μοναδικός και βέβαιος δρόμος για να φτάσει κανείς στην «απάθεια», αντίληψη που αποτελεί την κορύφωση και το τέρμα της φιλοσοφικής του θεώρησης των πραγμάτων, είναι η «αφασία», το να μη λέει δηλαδή κανείς τίποτα για τίποτα και η «αταραξία». Κύρια όμως απαίτηση της απάθειας είναι ο σεβασμός των νόμων και των συνηθειών. ΄Ετσι, ουσιαστικά ο Πύρρων οδηγείται στην άρνηση των αλλαγών στο κοινωνικό και, συνεπώς, στο πολιτικό περιβάλλον καθώς αρνείται κάθε τάση ή δυνατότητα για αλλαγή, επανάσταση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης.
Οι άνθρωποι πέφτουν στη δυστυχία από δικό τους λάθος γιατί ο πόνος δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη στέρηση εκείνου που νομίζουν ως αγαθό (που φυσικά δεν είναι ή είναι φαινομενικά) και που για να μην το χάσουν ανέχονται να διαπράττεται αυτό που θεωρούν ως κακό. Η «σκέψη» όμως, δηλαδή η αμφιβολία (από εδώ και η ονομασία «Σκεπτικοί», εκείνοι δηλαδή που αμφιβάλλουν για τα πάντα) μειώνει τον πόνο μέχρι να τον αναγκάσει να χαθεί εντελώς. Συγγενείς όροι είναι η «αρρεψία», η αμφιταλάντευση δηλαδή της κρίσης και η «εποχή» (από το ρήμα επέχω), δηλαδή η πλήρης και ολοκληρωτική αδιαφορία. Με την απάθεια ο άνθρωπος ενισχύει την αβεβαιότητα εκείνου που δε μπορεί να κατανοήσει με τον νου ή τις αισθήσεις. ΄Ετσι η ηθική του Πύρρωνα πλησιάζει κάπως από άλλο δρόμο την ηθική των Στωικών και των Επικούρειων.
Ο Πύρρων μαθήτευσε στα νιάτα του στον Βρύσκιο, μαθηματικό και φιλόσοφο της Μεγαρικής Σχολής, η οποία είχε διαδεχθεί με τη σειρά της την αρχαιότερη Ηλειακή Σχολή του Φαίδωνα, όπου μαθήτευσε και ο προγενέστερός του, Ηλείος στην καταγωγή, Αλεξίνος. Ο Πύρρων δηλαδή ακολούθησε πιστά τη μεγάλη Ηλειακή φιλοσοφική παράδοση στην αρχή και τη σκέψη του ενίσχυσε στη συνέχεια η συνάφειά του με τη σκέψη των προγενέστερων ή των σύγχρονών του φιλοσόφων και στοχαστών αλλά και η στενή επαφή του με τους Ινδοσοφιστές που συνάντησε όταν ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στις Ινδίες. Εκεί γνώρισε σε βάθος τον μυστικισμό της Ανατολής αφού ήλθε σε στενή επαφή όχι μόνο με τους βραχμάνους της Ινδίας αλλά και με τους μάγους της Περσίας. Ο ίδιος χωρίς να γράψει ποτέ τίποτα με το χέρι του μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δίδασκε τους μαθητές του προφορικά και ζούσε στην Ηλεία σε πλήρη συμφωνία με τις αντιλήψεις και τη διδασκαλία του. Η στάση του, ο τρόπος ζωής του θύμιζαν κατά πολύ το μεγάλο δάσκαλο του 5ου προχριστιανικού αιώνα, τον Σωκράτη.
Θα μπορούσε να πει κανείς, με κάποια σοβαρή επιφύλαξη πάντα, ότι στο τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα είχε συντελεστεί κατά πολύ η ολοκλήρωση της ζωής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Στα χρόνια του Πύρρωνα κυριαρχούσαν ακόμα τρεις κορυφαίες τάσεις της: η φυσική αντίληψη του Αριστοτέλη για τα πράγματα, η μεταφυσική του Πλάτωνα και η ηθική του Ζήνωνα ενώ οι διάδοχοι του Πλάτωνα αναζητούσαν τις ιδέες στα αφηρημένα μαθηματικά και γίνονταν από φιλόσοφοι ηθικολόγοι. Η διαλεκτική αμφιβολία εξάλλου του Ζήνωνα και ο μεταφυσικός αγνωστικισμός του Ευκλείδη είχαν αρχίσει ήδη να κυριαρχούν πιεστικά στην Ελληνική σκέψη, αφού είχε περάσει πια ο καιρός των Πλατωνικών Ιδεών και της απόλυτης γνώσης: της απόλυτης βεβαιότητας της γνώσης. Στην πραγματικότητα τα πάντα σχεδόν είχαν συζητηθεί, όμως το Σύμπαν είχε κρατήσει για τον εαυτό του το μεγάλο μυστικό της δημιουργίας του, ενώ οι άνθρωποι είχαν κουραστεί να αναζητούν μάταια την αρχή και την ουσία των όντων. ΄Ετσι, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη φιλοσοφία και τη διδασκαλία του Πύρρωνα που ήλθε για να αμφισβητήσει τα πάντα και να δείξει στον άνθρωπο το μάταιο του αγώνα του για πλήρη, ολοκληρωτική και απόλυτη γνώση.
Κατά τον Πύρρωνα δεν υπάρχει τελική αλήθεια ούτε βεβαιότητα. ΄Ετσι καταργείται για πάντα ο δογματισμός. ΄Η σχεδόν για πάντα. Η επιδίωξη της ψυχικής γαλήνης είναι πολυτιμότερη για τον άνθρωπο από την ίδια την αλήθεια. Η παύση της αναζήτησης οδηγεί τον άνθρωπο στην αταραξία. Τα πάντα είναι συμβατικά και ανεκτά, συνεπώς ο καθένας οφείλει να είναι πάντα ανεκτικός απέναντι στους άλλους και να τους αποδέχεται έτσι όπως πράγματι είναι. Εξάλλου, ούτε ο νους ούτε οι αισθήσεις δίνουν ασφαλή και βέβαιη γνώση παρά τα όσα έλεγαν οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, γιατί οι μεν αισθήσεις παραμορφώνουν τα πράγματα ενώ ο νους δεν είναι παρά ένας σοφιστής – υπηρέτης των επιθυμιών του καθενός και κάθε λόγος έχει υποχρεωτικά και τον αντίλογό του. Κι ακόμη, διακήρυττε ο Πύρρων, το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, μικρό ή μεγάλο, όμορφο ή άσχημο, έξυπνο ή ηλίθιο ανάλογα με τις συνθήκες και την ψυχική μας διάθεση. ΄Όλα είναι μια πρόσκαιρη γνώμη, ακόμη και η ύπαρξη των θεών. Ο Πύρρων είναι στην πραγματικότητα ο θεμελιωτής της σύγχρονης θεωρίας της σχετικότητας χωρίς τη μαθηματική της διατύπωση κι όταν τον ρώτησαν γιατί εξακολουθεί και δεν πεθαίνει, απάντησε ότι σε τίποτα δεν διαφέρει το ένα από το άλλο και φυσικά του είναι αδιάφορο τι από τα δύο θα επικρατήσει και πότε.
Η επίδραση του Πύρρωνα στην κατοπινή εξέλιξη της φιλοσοφίας ήταν μεγάλη και ποικίλη κι ο Ηλείος φιλόσοφος θεωρήθηκε στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως ο τελευταίος στη σειρά μεγάλος στοχαστής της κλασσικής περιόδου της αρχαιότητας πριν από τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο της ΄Υστερης αρχαιότητας. Οι σύγχρονοί του Επικούρειοι και Στωικοί δέχτηκαν στην ανάπτυξη του στοχασμού τους πολλές Πυρρώνειες επήρειες ή τον επηρέασαν κι αυτοί με τη σειρά τους. Κατά τον ίδιο τον Επίκουρο μάλιστα το μέγιστο ιδανικό του φιλόσοφου είναι η αταραξία και η «καταστηματική ηδονή», όπως την ονομάζει, συνίσταται στην πλήρη έλλειψη φυσικού πόνου («απονία») και ταραχής.
Ο Πύρρων απόκτησε πολλούς μαθητές, όπως τον Φίλωνα τον Αθηναίο, δεν ίδρυσε όμως ποτέ κανονική σχολή με κανόνες κατά το πρότυπο της Πλατωνικής Ακαδημίας ή του Αριστοτελικού Λυκείου. Τη διδασκαλία του τη συνέχισε κυρίως ο μαθητής του Τίμων ο Φλειάσιος (320-230 π.Χ.) που έγραψε εκτός των άλλων και τραγωδίες, σατυρικά δράματα, ιάμβους κ.ά. Ονομαστό ήταν κατά την Αρχαιότητα το έργο του «Σίλοι» (σκώμματα σε τρία βιβλία), όπου ο ποιητής, παρωδώντας την Ομηρική «Νέκυια», κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο και συζητάει με τον Ξενοφάνη ασκώντας κριτική και διακωμωδώντας εκ του ασφαλούς όλους τους τύπους που απεικόνιζε σ’ αυτό.
΄Εμμεσοι μαθητές του Πύρρωνα, άμεσα επηρεασμένοι όμως από τη διδασκαλία του, ήταν οι Ακαδημαϊκοί Αρκεσίλαος και Καρνεάδης. Ο Αρκεσίλαος, διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας από το 260 π.Χ. μέχρι τον θάνατό του στα 240 π.Χ., ήταν δεινός συζητητής και διαλεκτικός. ΄Εγραψε λίγα κι αυτά σε στίχους, όπως οι παλιότεροι ΄Ιωνες φιλόσοφοι. Η φιλοσοφική του διδασκαλία, απομακρυσμένη αρκετά από τη διδασκαλία του Πλάτωνα, του ιδρυτή της σχολής που διοικούσε, ήταν ένα κράμα από δόγματα των Ακαδημεικών, των Μεγαρικών και των Σκεπτικών και βρισκόταν πάντα σε αντιπαλότητα και αντιδικία με τη διδασκαλία των Στωικών. Κατ’ αυτόν, το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει την αλήθεια γιατί το ψεύτικο και το αληθινό παρουσιάζονται εξίσου ακαταμάχητα. ΄Ετσι ο σοφός το μόνο που μπορεί ή δικαιούται να κάνει είναι να αμφιβάλλει συνεχώς για ό,τι νομίζει ότι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις ή τον νου και να αρκείται μόνο στο να θεωρεί τα πάντα πιθανά.
Διάδοχος του Αρκεσίλαου στην Ακαδημία ήταν ο Καρνεάδης, ονομαστός ρήτορας και διαλεκτικός. Ο τρόπος που ζούσε συμφωνούσε περισσότερο με τη ζωή του Πύρρωνα παρά με την παράδοση της σχολής του. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι πολλές φορές, αφοσιωμένος στη μελέτη πολύπλοκων φιλοσοφικών προβλημάτων, ξεχνούσε ακόμη και να φάει. Κατά τον Καρνεάδη υπάρχουν τρεις βαθμοί πιθανότητας, όμως η αντικειμενική αλήθεια παραμένει παντελώς άγνωστη γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίσουν παρά μόνο τα φαινόμενα. Το 156 π.Χ. πήγε στη Ρώμη ως επίσημος απεσταλμένος και εκπρόσωπος της πόλης του, της Αθήνας. Εκεί έδωσε δύο διαλέξεις: την πρώτη, για να αποδείξει την ύπαρξη της Δικαιοσύνης και τη δεύτερη, την επόμενη ημέρα ακριβώς, για να την αναιρέσει. Είναι προφανές ότι άρχιζε η αναβίωση της παλαιάς Σοφιστικής μέσα όμως από την κούφια ρητορικότητα της νέας. Η συμπεριφορά του άφησε αλγεινή εντύπωση και σοκάρισε τα μέγιστα τους συντηρητικούς και πρακτικούς Ρωμαίους που τον αποδοκίμασαν αμέσως και έντονα. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν απογοήτευσε τον Αθηναίο φιλόσοφο που συνέχισε απτόητος τη διδασκαλία του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου μετά από λίγα χρόνια διαδέχθηκε τον Αρκεσίλαο στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Μαθητές του Καρνεάδη υπήρξαν ο Κλειτόμαχος ο Καρχηδόνιος (2ος αι. π.Χ.) και ο Φίλων (2ος-1ος αι. π.Χ.).
΄Αλλοι ονομαστοί σκεπτικοί ήταν: ο Μηνόδοτος, ο Αινισίδιμος ο Κνώσσιος, ο οποίος αναθέρμανε το κίνημα του Σκεπτικισμού και συστηματοποίησε τη διδασκαλία του με τα οκτώ βιβλία των «Πυρρώνειων λόγων» που συνέγραψε και για τον οποίο «το πολλοίς πείθον αληθινόν», ο Ηρόδοτος και ο μαθητής του Σέξτος ο Εμπειρικός, συγγραφέας των «Πυρρώνειων υποτυπώσεων» και του «Προς μαθηματικούς», εναντίον δηλαδή των μαθηματικών, δηλαδή των Πυθαγορείων φιλοσόφων, όπου εκθέτει διεξοδικά και με έντονα κριτικό πνεύμα το σύνολο των αντιλήψεων του Πύρρωνα και των μαθητών του, γεγονός που σημασιοδοτεί και τη δική του συμβολή στην αποκρυστάλλωση και διάσωση των δογμάτων του Σκεπτικισμού.
Μετά τη μεγάλη ακμή του Σκεπτικισμού και των σχεδόν παράλληλων χρονικά σχολών του Στωικισμού και των Επικούρειων αρχίζει ο σταδιακός μαρασμός της Ελληνικής φιλοσοφίας με κάποιες εξάρσεις κατά διαστήματα, συνακόλουθο φαινόμενο της γενικότερης πτώσης και παρακμής του Ελληνικού πολιτισμού και της πολιτικής ελευθερίας που τον δημιούργησε. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατάκτησης που ακολούθησαν η φιλοσοφία μετατρέπεται σ’ ένα κράμα εκλεκτικισμού, αναζήτησης νέων αντιλήψεων και νέων θεοτήτων, μαγείας και δυσπιστίας γενικά προς κάθε παγιωμένη αντίληψη ενώ παντού επικρατεί η Νέα Σοφιστική που δεν είναι παρά ένα κίνημα καθαρά βερμπαλιστικό, μία στείρα επίδειξη γνώσεων των σοφιστών-ρητόρων που γυρνούν από πόλη σε πόλη και επιδεικνύουν τις ρητορικές του ικανότητες σε πυκνά ακροατήρια. ΄Υστερα από την αναλαμπή του Νεοπλατωνισμού (Πλωτίνος, Πρόκλος κ.ά.) και του Στωικισμού (Σενέκας, Μάρκος Αυρήλιος κ.ά.) και τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού η Ελληνική Φιλοσοφία φθίνει συνεχώς για να πεθάνει οριστικά με την ενσωμάτωση κάποιων αντιλήψεων και μεθόδων της στη Χριστιανική Θεολογία μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 529 μ.Χ.
Το τέλος του αρχαίου κόσμου είναι στέρεα δεμένο με το τέλος της αρχαίας φιλοσοφίας και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού. Παρά ταύτα όμως η Ελληνική σκέψη θα συνεχίσει την πορεία της έμμεσα μέσα από το επίσημο δόγμα και τις αιρέσεις, τις ατελείωτες συζητήσεις για τη δογματική θεμελίωση της νέας θρησκείας, τα γραπτά των φωτισμένων πατέρων της εκκλησίας του 4ου και 5ου μεταχριστιανικού αιώνα και των διαδόχων τους καθώς και μέσα από τις πολυποίκιλες αιρέσεις που διασάλευσαν πολλές φορές την ενότητα του ενός και μοναδικού και από όλους αποδεκτού θρησκευτικού δόγματος.
Το τέλος του Σκεπτικισμού ως φιλοσοφικού κινήματος αρχίζει να επιβάλλεται σταδιακά από τον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα κυρίως υπό τα δυνατά χτυπήματα της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, που αρχίζει να γίνεται κυρίαρχος στις χώρες της Μεσογείου. Βέβαια, ποτέ δεν έσβησε εντελώς από τη σκέψη των ανθρώπων η αμφιβολία για τα πράγματα και το γενικότερο πνεύμα της αμφισβήτησης που οι ρίζες τους βρίσκονταν ήδη πολύ βαθιά στο κίνημα των σοφιστών του 5ου π.Χ. αιώνα δεν έπαψαν ποτέ να καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος στην ανθρώπινη σκέψη. Εξάλλου, αυτό ακριβώς το πνεύμα της αμφισβήτησης γονιμοποίησε και τη μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη, αφού το συναντάμε μεταστοιχειωμένο σε θεολογία στις διάφορες Χριστιανικές αιρέσεις αλλά κυρίως στους φιλοσόφους της ΄Ύστερης Αναγέννησης κι ακόμη στο Μονταίνιο, τον Χιουμ, τον Καρτέσιο ακόμα και στον Καντ, στο κίνημα του Σχετικισμού και τέλος ακόμα και στις μέρες μας στην αρνητική και ακραία απορριπτική στάση του χιπισμού. Επί πλέον θα έλεγα ότι σήμερα μετά την κατάρρευση των ιδεολογιών και των καθεστώτων που στηρίζονταν σ’ αυτές η αμφιβολία και η έλλειψη σταθερής πίστης ή η αναζήτηση νέας αποτελεί κυρίαρχη αντίληψη σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Γης.
Ο Σκεπτικισμός ως οργανωμένο φιλοσοφικό κίνημα εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα χρόνια του Αλέξανδρου και των διαδόχων του. Σε μια εποχή – τομή δηλαδή, όταν η κρίση σε όλους τους θεσμούς, τη σκέψη, την πολιτική και τον πολιτισμό είναι κυρίαρχο φαινόμενο στον κλασικό Ελλαδικό χώρο και τον «κόσμο» του και οι αλλαγές που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν είναι ακόμη αμφίβολες και άγνωστες. Η μορφή ακριβώς αυτού του κόσμου αλλά και το ιδεολογικό του περιεχόμενο τότε αρχίζει να αλλάζει ριζικά, από τη βάση του, οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές δομές παθαίνουν σιγά – σιγά ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις. Η πόλη – κράτος, θεσμός στον οποίο στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο η ανάπτυξη του κλασικού Ελληνικού πολιτισμού, αποδυναμώνεται αρχικά μέχρι την οριστική του διάλυση και στη θέση του εγκαθιδρύεται η νέα μορφή του κοσμοκρατορικού ιδεώδους της Μακεδονικής μοναρχίας και των μεγάλων πολυεθνικών κρατικών μηχανισμών με την κυριαρχία του Ελληνικού στοιχείου που τώρα πια είναι Ελληνιστικό.
Τις εξελίξεις αυτές και τις μεταλλαγές ή τις μεταλλάξεις τους που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια ακόμα και μεγάλα και ισχυρά πνεύματα, όπως ο Αριστοτέλης, που τις έζησαν από κοντά, δεν θα κατορθώσουν να τις κατανοήσουν και θα εξακολουθήσουν να επιμένουν σε περασμένες μορφές ανάλυσης των γεγονότων και των ιδεολογιών, σε ξεπερασμένες μορφές πολιτικής και κοινωνικής διαβίωσης. Μόνο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους θα γίνει κατανοητή σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή των καιρών με τον ιστορικό προορισμό που θα δώσουν οι Στωικοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, στην οικουμενικότητα του Ρωμαϊκού κράτους. Με την αντίληψη αυτή θα συμφωνήσουν αργότερα και οι Χριστιανοί διανοητές και πατέρες της Εκκλησίας όταν θα τους αναγνωριστεί και επίσημα το δικαίωμα της ύπαρξης από τον Κωνσταντίνο και θα προσδώσουν έτσι την ίδια οικουμενικότητα στη Χριστιανική πλέον Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αλλά και στην ίδια τη Χριστιανική πίστη.
Οι συνθήκες που επεκράτησαν παγκοσμίως μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου δεν ήταν δυνατόν παρά να ευνοήσουν τη διάδοση της Σκεπτικής Φιλοσοφίας, όπως επίσης και των παράλληλων προς αυτήν διδασκαλιών των Στωικών, των Επικούρειων και των Κυνικών. Η στενή επαφή του Ελληνισμού με τους λαούς της Ανατολής που εντείνονται στα χρόνια των διαδόχων ενισχύει την ιδεολογική σύγχυση και ο Συγκρητισμός και ο Εκλεκτισμός δημιουργούν καινούριες τάσεις στην ανθρώπινη σκέψη και νέες διεξόδους στην κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που αναφύονται καθημερινά μέσα στα πλαίσια των ανατρεπτικών αλλαγών που συμβαίνουν συνεχώς, αφού ο άνθρωπος από τούδε και στο εξής θα είναι πια πολίτης του κόσμου (κοσμοπολίτης) και όχι ενεργό και δραστήριο μέλος μιας πόλης – κράτους.
Εξάλλου, ο Σκεπτικισμός δεν γεννήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Στοιχεία του προϋπήρχαν ήδη στη διδασκαλία των πρώτων σοφιστών και ιδιαίτερα του Πρωταγόρα, ο οποίος με τον υποκειμενισμό που τον διέκρινε άνοιξε το δρόμο σε νέες επιστημονικές και λογικές έρευνες. Ακόμα κι αυτή η στάση του Σωκράτη με τη θεατρική προσποίηση της άγνοιας και με την πλήρη κατάφαση της αγνωσίας (εν οίδα ότι ουδέν οίδα) καθώς και με τον απορριμματικό τρόπο της διδασκαλίας του, την περίφημη μαιευτική μέθοδο δηλαδή, θεμελιώνει με τη σειρά της την έννοια της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης που θα αποτελέσει τη βάση της διδασκαλίας των Πυρρωνιστών, με τους οποίους μάλιστα θα οδηγηθεί σε ακρότατα αρνητικές μορφές σκέψης, αφού θα αρνηθεί στο τέλος ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη. Από την αμφιβολία αυτή όμως και σε αντίθεση προς τους Σκεπτικούς θα γεννηθεί και η πρώτη βεβαιότητα του Καρτέσιου που θα θέσει τις βάσεις για τη νεότερη Φιλοσοφία, η σκέψη δηλαδή ως προϋπόθεση της ύπαρξης («Σκέφτομαι άρα υπάρχω»).
Στον Πυρρωνισμό όμως η αμφιβολία δεν είναι προϋπόθεση και γι’ αυτό δεν δίνει κανένα σταθερό αποκούμπι στον άνθρωπο, καμία βεβαιότητα, γι’ αυτό και στο τέλος καταντάει ένα ανούσιο και άχρηστο λεκτικό παιχνίδι. Γι’ αυτό ίσως και τα περισσότερα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα που ακολούθησαν χτύπησαν με τέτοιο πάθος το Σκεπτικισμό, αφού μέσα στις θεωρίες του έβρισκαν αυτό που ήθελαν ν’ αποφύγουν με τη διδασκαλία τους, τα στοιχεία της διάλυσης δηλαδή και της αποδυνάμωσης κάθε πίστης και εγκυρότητας της γνώσης ή του δόγματος. ΄Ετσι, κατά τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, ο Σκεπτικισμός δεν είναι παρά μια επικίνδυνη και κακή αρρώστια, εχθρική σε κάθε μεταφυσική και συνεπώς σε κάθε θεολογική διάθεση και βεβαιότητα.
Εκεί όμως που ο Σκεπτικισμός, αν επικρατούσε ολοκληρωτικά ως ιδεολογία, φιλοσοφική πρόταση και στάση ζωής, θα έδινε τη χαριστική βολή είναι η κοινωνία και η πολιτική, όπως είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε ή συνέχισαν να διαμορφώνονται και στο μέλλον. Με την άρνηση κάθε δράσης και την κήρυξη της αδιαφορίας για τα κοινά ως ιδανικής στάσης του πολίτη, με την αταραξία και την απαθή αποδοχή όσων συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά, η κοινωνική και πολιτική συγκρότηση και εξέλιξη των καθεστώτων θα έριχνε τις πόλεις, τις χώρες, τους λαούς στον πιο μεγάλο κίνδυνο και βέβαια μια τέτοια στάση θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παράδοση, αφού πολιτικά συστήματα όπως των Αθηνών για παράδειγμα απαγόρευαν αυστηρά την αδιαφορία και τη μη συμμετοχή του πολίτη στα καθημερινά τεκταινόμενα της πόλης του. Ο Πυρρωνισμός δεν είναι παρά μια φιλοσοφία, ένας τρόπος σκέψης που γεννήθηκε σε εποχή μεγάλης κρίσης και σημαντικών ανατροπών και είναι γνωστό από την Ιστορία ότι σε τέτοιες εποχές υπάρχει πάντα έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης, της αμφιβολίας, της αδιαφορίας αλλά και της αναζήτησης ταυτόχρονα διεξόδων που θα βγάλουν στο τέλος τις κοινωνίες από τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει. ΄Ετσι, από την πλευρά αυτή εκπλήρωσε όσο καλύτερα μπορούσε τον προορισμό του με την ώθηση που έδωσε, έστω και αρνητικά, στο ξανακοίταγμα των προβλημάτων που ακολουθούσαν πάντα την εξέλιξη των αρχαίων κοινωνιών και μάλιστα των Ελληνικών.
Παρά ταύτα όμως οι σκεπτικιστές δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, αρνητές των πάντων μια και δέχονταν με υπομονή, και με απάθεια έστω ή με αδιαφορία, τον απλό, συνηθισμένο και καθημερινό τρόπο ζωής που είχαν παραλάβει από τους προγόνους τους, αρνούνταν όμως κάθε αλλαγή, συνεπώς αποτελούσαν ιδεολογικό εμπόδιο στην εξέλιξη της κοινωνίας και της Ιστορίας. Λέει χαρακτηριστικά ο Σέξτος ο Εμπειρικός: «Μένοντας προσκολλημένοι στα φαινόμενα ζούμε χωρίς δογματισμούς σύμφωνα με τον καθιερωμένο κανόνα ζωής, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε τελείως άπρακτοι». Και γιατί, προσθέτουμε εμείς, πώς θα φέρουμε τη ζωή μας ως το τέλος, αν δεν κάνουμε τίποτε για τον επιούσιο και τις λοιπές βιολογικές μας, και όχι μόνο, ανάγκες; Εξάλλου οι Σκεπτικοί αρνούνταν την εκούσια έξοδο απ’ τη ζωή, την αυτοκτονία δηλαδή, σε αντίθεση με άλλες φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις της εποχής τους.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Σκεπτικισμός είναι η σκέψη και η στάση εκείνη της ζωής που οι κοινωνίες, όταν επιδιώκουν την πρόοδο, συνήθως αποφεύγουν, γιατί η πλήρης και άκριτη αποδοχή τους θα σήμαινε γι’ αυτές την οριστικής τους διάλυση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων την ανακοπή κάθε πορείας ή κίνησης προς τα εμπρός.
Και εδώ, το ανέφερα και πιο πάνω, ερχόταν σε σύγκρουση με μεγάλο μέρος της Ελληνικής παράδοσης. Ο Σόλων, ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., είχε απαγορέψει αυστηρά με νόμο την αδιαφορία για τα κοινά, τιμωρώντας τον «μη μετέχοντα» με παντελή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων υποβιβάζοντάς τον σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας. ΄Ενας νόμος που θα πρέπει να ίσχυε και σε άλλα Ελληνικά κράτη, κυρίως, δημοκρατικά. Η απάντηση λοιπόν στον πολιτικό Σκεπτικισμό είχε δοθεί από παλιά, από τον ίδιο τον θεμελιωτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και είναι γνωστό το πόσο μεγαλούργησε η Αθήνα με αφετηρία αυτό τον νόμο και ότι οδηγήθηκε σε παρακμή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν αυτός ο νόμος άρχισε να καταστρατηγείται μαζί με άλλους εξίσου σημαντικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου