Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Το σενάριο

Του Ανδρέα Φουσκαρίνη


Από τότε που ήμουν έφηβος είχα τη μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ στα σοβαρά με τον κινηματογράφο ή το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, ως σεναριογράφος και συγγραφέας μικρών, πλην όμως, σπινθηροβόλων σκηνών, ώστε να προκαλούν αμέσως το ενδιαφέρον του θεατή και να επιτείνουν την αγωνία του και, συνεπώς, την ευχαρίστησή του. Για ηθοποιός δεν γίνεται λόγος, λόγω της έμφυτης δειλίας μου μπροστά στους άλλους και του εφήμερου χαρακτήρα της τέχνης αυτής. Επιθυμούσα, προφανώς, κάτι πολύ πιο μόνιμο και σταθερό, που να μείνει απ’ αυτό κάτι στο μέλλον.
Η επιθυμία αυτή μου έγινε έμμονη ιδέα, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας η τηλεόραση και έβλεπα με φθόνο, που ήταν αδύνατο να υποκρυβεί, την επιρροή, που ασκούσε στο πλήθος μέσω αυτού του επικίνδυνου τελικά κουτιού ακόμα και ο πιο κακός σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός ή σεναριογράφος. Δεν ήταν όμως εύκολο ν’ ασχοληθώ με αυτό το είδος από τη στιγμή, που εμφανίστηκε. Μου έλειπαν βασικά πράγματα για την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας, όπως π.χ. οι γνωριμίες, χωρίς τις οποίες δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα εκείνα τα χρόνια, τα θέματα και η φαντασία –παράξενη έλλειψη για υποψήφιο συγγραφέα- και το σπουδαιότερο η τεχνική που απαιτούσε για την υπηρεσία του αυτό το μέσο. Γενικά, ήμουν για κλάματα κι έτσι δεν είναι περίεργο που για πολλά χρόνια δεν κατόρθωσα ν’ ασχοληθώ μαζί του.
΄Ηταν φυσικό, λοιπόν, μια τέτοια επιθυμία, που δεν επρόκειτο ποτέ να εκπληρωθεί, όπως έδειχναν όλα, να παραμείνει θαμμένη για καιρό στο υποσυνείδητό μου, χωρίς να τολμώ να την ομολογήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό . Γιατί, ποιος μου εγγυάται ότι θα το κρατούσε μυστικό και δεν θα του ξέφευγε κάποια κουβέντα στον περίγυρο και τότε ποιος θα μπορούσε να αντέξει την καθημερινή κοροϊδία κάθε φιλοπαίγμονος κατοίκου της μικρής μας πόλης, από την στιγμή που με κάποιο τρόπο θα μαθαινόταν ότι κουβαλάω συνεχώς μαζί μου κάποιο ψώνιο, όπως ο Ιησούς τον σταυρό του στους στενούς και κακοτράχαλους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Από το αδιέξοδο αυτό με έβγαλαν, χωρίς να καταλάβω και ο ίδιος πώς, τα τελευταία γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στην πόλη μας και συνετάραξαν την ίδια στιγμή το Πανελλήνιο. Αυτά τα γεγονότα θα αφηγηθώ στη συνέχεια, γιατί αυτά είναι που μου έδωσαν τη δυνατότητα αλλά και την αφορμή κι ακόμη, θα έλεγα, και το θέμα για να οδηγηθώ αμέσως και με τον προσήκοντα ενθουσιασμό στην εκπλήρωση των πόθων και των ονείρων μου, εμφανιζόμενος συγχρόνως, για πιθανές μελλοντικές πολιτικές βλέψεις, ως ο άνθρωπος εκείνος, που θα ξέπλενε από τους κατοίκους της πόλης μου τη ντροπή με την οποία τους είχαν περιλούσει και θα απέκρουε ταυτόχρονα μετά βδελυγμίας τις ανυπόστατες κατηγορίες και τις προσβλητικές φράσεις ή εικόνες, που εξετόξευσε αδιακρίτως κατά του γυναικείου κυρίως πληθυσμού ο πανάθλιος σταθμός της ΤΕΡ12 , τον οποίο, εντελώς αψυχολόγητα, για να μην πω και αδικαιολόγητα, τον παρουσίασε να καμακώνει ανενδοίαστα φαντάρους έξω από τον κεντρικό κινηματογράφο και να τους οδηγεί στη συνέχεια στα ενδότερα των κατοικιών τους για τα περαιτέρω, προσβάλλοντας συνάμα με τον τρόπο αυτό και τον ενεργό σεξουαλικά αντρικό πληθυσμό αλλά και τα χρηστά μας ήθη και τα πατροπαράδοτα έθιμα, που ήθελαν, τουλάχιστον τότε, τον άντρα κυρίαρχο και αφέντη του σπιτιού, κορώνα και σφραγίδα και δεν ξέρω τι άλλο στο μέτωπο της συζύγου αλλά και των υπολοίπων γυναικείων μελών της οικογένειάς του.
Οποία ντροπή και παράκρουση! Ποιες σκοτεινές δυνάμεις, άραγε, κίνησαν το χέρι του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, των ηθοποιών, αλλά και του διευθυντή του σταθμού, ώστε να δείξουν μια τέτοια αθλιότητα σε εννέα εκατομμύρια ΄Ελληνες και δεν ξέρω σε πόσους ξένους; ΄Ηταν σίγουρο ότι δεν κινήθηκαν από μόνοι τους. Αυτό, λοιπόν, έπρεπε να διερευνηθεί και το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας να αποκαλυφθεί με μια καινούργια εκπομπή ίσης διάρκειας με την προηγούμενη, ώστε να μην υπολείπεται σε τίποτα αυτής.
Αυτή την πρόταση αποφάσισα να υποβάλλω στον σταθμό, τονίζοντας συνάμα το μέγεθος της προσβολής και το πολιτικό θέμα που είχε πλέον δημιουργηθεί στην τοπική κοινωνία, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα και τον σχετικό νόμο περί τύπου, που επιβάλλει με κάθε μέσο την αποκατάσταση της αλήθειας κάθε φορά που πληγώνεται από ασυνείδητους δημοσιογράφους ή παραγωγούς τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και της τρωθείσας αξιοπρέπειας των συμπολιτών μου. ΄Ετσι, ο στόχος μου θα ήταν διττός: από τη μια, θα υπερασπιζόμουνα την τιμή και την υπόληψη των συμπατριωτών μου, θα πρόβαλλα με πάθος και πειστικότητα την αγνότητα των γυναικών μας και από την άλλη, το σπουδαιότερο βέβαια, θα άρχιζε για μένα μία λαμπρή σταδιοδρομία στα τηλεοπτικά –και όχι μόνο- μέσα.
Εννοείται ότι με κανέναν τρόπο δεν ήθελα ν’ ακολουθήσω την πεπατημένη των σεναριογράφων της εποχής. Αντίθετα, θα ήθελα να δημιουργήσω, από αισθητική άποψη τουλάχιστον, κάτι καινούργιο: ένα σενάριο δηλαδή συνεχώς ανανεούμενο και μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, ένα σενάριο στο οποίο να είναι δυνατόν να ανακαλούνται, κατά κάποιο τρόπο, και να αλλάζουν, κατά την επιθυμία του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, και τα πρόσωπα και τα γεγονότα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή ή πάλι να είναι δυνατόν ακόμη και να ματαιώνονται ή να ακυρώνονται σκηνές και επεισόδια, που ήδη έχουν παρουσιαστεί στο κοινό, να αντικαθίστανται από άλλες δυναμικότερες ή αληθέστερες, τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο συνεχώς την αγωνία του θεατή και, για να μην τα πολυλογούμε και κουράζουμε τον αναγνώστη περισσότερο, όλα μέσα στο έργο να μπορούν να λειτουργούν σχεδόν αυτόνομα και δυναμικά και ποτέ στατικά, όπως συνηθίζεται ως σήμερα. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν συχνά σε μελαγχολία, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι διαθέτω όλα αυτά τα προσόντα που απαιτούνται για τόσο μεγαλόπνοα σχέδια και βέβαια, όπως εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί κανείς, αυτά παρουσιάζουν μια εγγενή δυσκολία: απαιτούν να διαθέτεις ιδιόκτητο τηλεοπτικό σταθμό για να κάνεις τα κέφια σου, έστω και πειρατικό, που να εκπέμπει πρώτα και κύρια για σένα και κατά δεύτερο λόγο για το κοινό.
Ας αφήσουμε για λίγο τη θεωρία και τα σχέδια ή, καλύτερα, τις ονειροπολήσεις και ας έλθουμε στα ίδια τα γεγονότα. Επιτρέψτε μόνο να κάνω μια δήλωση πρώτα, απαραίτητη και αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, ώστε να μην δημιουργηθεί καμία παρεξήγηση σε κάποιον που, ενδεχομένως, διαβάσει το όνομά του και εκπλαγεί. Το κείμενο, που ακολουθεί, στηρίζεται, όπως είναι φυσικό, σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Αυτό πρέπει να δηλωθεί απ’ την αρχή για να αρθεί όποια πιθανή παρεξήγηση και για να φανεί ταυτόχρονα το ρεαλιστικότατο της γραφής και του περιεχομένου του έργου. ΄Ετσι, οποιαδήποτε σχέση με φανταστικά γεγονότα ή πρόσωπα πρέπει να αποκλεισθεί εκ των προτέρων και, εάν τυχόν εντοπιστεί σε κάποιο σημείο, θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς συμπτωματική και, ενδεχομένως, ως μια απρόβλεπτη διαβολική συγκυρία. Πολλές φορές συμβαίνει άλλωστε, όπως θα το έχουν διαπιστώσει ίσως και πολλοί αναγνώστες μου, η φαντασία να αντιγράφει την πραγματικότητα –πόσο εγώ, βέβαια, που στερούμαι ολοκληρωτικά φαντασίας- και αντιστρόφως, η πραγματικότητα δηλαδή την φαντασία. Μετά τη διαβεβαίωση αυτή κλείνει και η παρένθεση.
------------------------------------------------------------------ Και αρχίζει η γραφή του σεναρίου. Το πρώτο επεισόδιο διαρκεί όσο και μια δίωρη άδεια εξόδου των στρατιωτών μετά δημοσίων θεαμάτων, όπως λέγεται συνήθως στη στρατιωτική ορολογία. Τόπος: η είσοδος του κεντρικού κινηματογράφου της πόλης και ειδικότερα το σημείο εκείνο στο οποίο εκτίθενται καθημερινώς οι φωτογραφίες και οι αφίσες, που διαφημίζουν το έργο που παίζεται ή που πρόκειται να παιχθεί στο άμεσο μέλλον.
Εκεί, λοιπόν, διάφορες γυναίκες (σύζυγοι, μητέρες, θυγατέρες, αδελφές, ανεψιές ή εξαδέλφες επιφανών συμπολιτών ή μη), των οποίων τα ονόματα, για ευνόητους λόγους, είναι αδύνατον να αναγραφούν, επιθεωρούν με τη δέουσα προσοχή παρατεταγμένο εφ’ ενός ζυγού άγημα στρατιωτών, δεκανέων και λοχιών, συνεπικουρούμενες από ειδικό τμήμα αλπινιστών ορειβατών ιππέων γνωστού παρακείμενου χωρίου της περιοχής, ενώ ομάδες σμηνιτών και ναυτών παρακολουθούν με θλίβουσα μελαγχολική διάθεση, που περιέχει και μία μικρή δόση ζηλοτυπίας, τη σκηνή, από το άλλο άκρο της πλατείας. Σταδιακά, ανά πεντάλεπτο, δεκάλεπτο, αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση, μία μία οι γυναίκες, αφού έχει προηγηθεί συνεννόηση με νεύματα και διακριτικές χειρονομίες με τους στρατιώτες, έτσι ώστε ο καθένας ν’ ακολουθεί κατά πόδας αυτή που πρέπει κάθε φορά.
΄Όταν έχει αναχωρήσει πλέον και το τελευταίο ζευγάρι και ο φακός βρίσκεται, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, βέβαια, σε αμηχανία, εμφανίζεται, για να σώσει, ίσως, την κατάσταση, ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας, ο οποίος γράφει συνεχώς κάτι στο δημοσιογραφικό του σημειωματάριο. Ο φακός δεν τον δείχνει συνεχώς στους θεατές, αυτοί όμως τον φαντάζονται πάντα παρόντα. Αυτό που κυρίως δείχνει ο φακός είναι τα έρημα παγκάκια της πλατείας, καθώς και τα ξεραμένα, από την συνεχή άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος του ουρείν δημοσίως των γηγενών σκύλων και, καμιά φορά και των πολιτών, χόρτα και λουλούδια των παρτεριών. Για δένδρα δεν γίνεται λόγος. Αυτά θα εμφανιστούν στο μέλλον μετά την πλήρη αστικοποίηση της χώρας.
Και μερικά άλλα, τεχνικής φύσεως, θέματα: καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ακούγεται διακριτικά το μουσικό θέμα της ταινίας «΄Ενας άντρας και μια γυναίκα», το οποίο, ανάλογα με την επιθυμία του σκηνοθέτη ή τη διάθεση του πρωταγωνιστή μπορεί να αντικαθίσταται από τους εκκωφαντικούς ήχους, που εκπέμπονται από τα μικρόφωνα του κινηματογράφου, όπου παίζονται εναλλάξ τα έργα: «Επαρχιακό παρθεναγωγείο», ή «Οι παρθένες μας ξεμπροσταριάσανε».
Την στιγμή εκείνη, κατά την οποία φαίνεται ότι τελειώνει το επεισόδιο, εντελώς απρόοπτα εμφανίζεται ο διάσημος ΄Ελληνας συγγραφέας Αχιλλέας Φιλοθέου, τον οποίο συνοδεύει, ξαπλωμένος στο παιδικό του καροτσάκι, βυζαίνοντας αδιάφορα την πιπίλα του, ενώ γύρω του οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι, ο νεαρός σκηνοθέτης Νίκος Σιταράς. ΄Ετσι, το επεισόδιο συνεχίζεται για λίγο ακόμη.
Τότε ο συγγραφέας πλησιάζει τον εκδότη και του λέει επί λέξει τα εξής: «΄Όλα είναι μια απάτη, φίλε μου, μια απάτη, τίποτα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μονάχα ό,τι επιθυμούμε, το λέει άλλωστε και το τραγούδι, όλα είναι ένα ψέμα. Εγώ, π.χ. δεν ταξίδεψα ποτέ στην πόλη σας κι ούτε βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή μαζί σου, δεν είμαι καν συγγραφέας, μπορεί να είμαι ένας απλός λαχειοπώλης, πάρτε ένα λαχείο, κύριε, πού ξέρετε, μπορεί να είσθε σεις ο τυχερός και να κερδίσετε, εκτός κι αν προτιμάτε μόνο ένα καπέλο γεμάτο βροχή».
Ο εκδότης, σαστισμένος αρχικά, συνέρχεται γρήγορα και ετοιμάζεται, με τα λόγια και το βλέμμα του να κεραυνοβολήσει και τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη αποκαλώντας τους κρετίνους και απατεώνες, όταν, σηκώνοντας απότομα τον δείκτη του δεξιού του χεριού, βλέπει απέναντί του ακριβώς τον μεγάλο ανταγωνιστή του, πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου της πόλης και εκδότη μικρής εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας, να βγάζει τα μαλλιά του τρίχα – τρίχα από το κακό του.΄Ετσι, ο λόγος του πάγωσε στην άκρη των χειλιών του από τη φρίκη που του δημιούργησε το απρόσμενο θέαμα.
Αναγκαστικά, εδώ τελειώνει και το πρώτο επεισόδιο, το οποίο, όπως βλέπετε, δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ αυτό που έδειξε η τηλεόραση. Είπαμε, η φαντασία μου βρίσκεται στα μάτια μου και πουθενά αλλού. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται κάποιοι άσπονδοι φίλοι μου.
-----------------------------
Το δεύτερο επεισόδιο περιλαμβάνει κυρίως μια σύσκεψη που γίνεται μετά από λίγες ημέρες, με πρωτοβουλία του δήμαρχου και του μητροπολίτη, στο νεόδμητο δημαρχείο της πόλης, δωρεά επιφανούς συμπολίτη, μεγαλοεφοπλιστή, ο οποίος στα νιάτα του, όπως και πολλοί άλλοι, κατά την περίοδο της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, υπήρξε κουκουλοφόρος, πλιατσικολόγος και μαυραγορίτης. Σκοπός της σύσκεψης: ν’ ακουστούν προτάσεις και να βρεθούν λύσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση του θλιβερού φαινομένου, που παρακολουθήσαμε στο προηγούμενο επεισόδιο.
Παρευρέθησαν, λοιπόν, και συζήτησαν το θέμα οι εξής: ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης, ο οποίος εμφανίστηκε τελικά στο τέλος της σύσκεψης και αξίωσε αμέσως να εναλλάσσονται από τούδε και στο εξής και στην προεδρία, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, εκπρόσωπος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων (το τρίτο, ως γνωστόν, είναι αποκλεισμένο δια βίου από κάθε φανερή κοινωνική, πολιτική ή άλλη δραστηριότητα), ο προαναφερθείς πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου, γνωστός τιμητής της συμπεριφοράς των συμπολιτών του, η πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών, η πρόεδρος των Ομίλων Συσπείρωσης Γυναικών και ο εκδότης της καθημερινής τοπικής εφημερίδας, ο οποίος και πρώτος εντόπισε το ολίσθημα του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού. Σ’ αυτή την πρώτη συνεδρίαση δεν κατέστη δυνατόν να παρευρεθεί εξ αρχής ο μητροπολίτης αλλά ούτε και εκπρόσωπός του, γιατί ήταν ψυχοπαράσκευο και έπρεπε, κατά τα καθιερωμένα, να βρίσκονται όλοι οι ιερωμένοι στα διάφορα νεκροταφεία της πόλης για να διαβάζουν, με το αζημίωτο, τρισάγια υπέρ των ψυχών των τεθνεώτων μελών της κοινωνίας μας.
Θα ήταν δυνατόν η πρώτη και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τελευταία σύσκεψη αυτού του είδους να μην γίνει σε τόσο υψηλό επίπεδο στελεχών της κοινωνίας αλλά να πάρουν μέρος , στην αρχή τουλάχιστον, λιγότερο σημαντικά πρόσωπα, εκπρόσωποι δηλαδή των εκπροσώπων, με συνέπεια να έχουμε μια συνεχή παράθεση συνεδριάσεων και τα προβλήματα να μην επιλύονται εξ αρχής αλλά να χρονίζουν με τρόπο αρρωστημένο. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε και η διοίκηση του σταθμού, που όφειλε, έτσι κι αλλιώς μιας και το επέβαλλε ο νόμος περί τύπου, να μεταδώσει το σήριαλ ακέραιο, χωρίς περικοπές ή επεμβάσεις. ΄Έτσι όμως θα είχαμε υποβάθμιση των γεγονότων στα μάτια των τηλεθεατών και αυτό, ίσως, να είχε και κάποιες απρόβλεπτες ή μη αναμενόμενες συνέπειες για την πόλη μας. Εξάλλου, τα σπουδαία πρόσωπα πρέπει να συγκατατίθενται ώστε να εμφανίζονται μπροστά στα έκθαμβα μάτια των συμπολιτών τους και όχι, όπως οι Πλατωνικές Ιδέες, στα μάτια μόνο των μυημένων.
Ο προαναφερθείς εκδότης, ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος μόνος και κύριος εισηγητής του θέματος, εξέθεσε δια μακρών με τον απαστράπτοντα λόγο του στους παρευρισκόμενους συμπολίτες του όσα θλιβερά και αποτρόπαια προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της επάρατης τηλεοπτικής σειράς της ΤΕΡ12 και δυσφήμισαν κατά τον πλέον απαράδεκτο τρόπο τους αγαθούς νοικοκυραίους της μικρής πλην έντιμης πόλης μας και πρότεινε να αναζητηθούν τρόποι περαιτέρω χειρισμού του ανακύψαντος προβλήματος επ’ ωφελεία όλων.
Ο δήμαρχος, ως ο πρώτος πολίτης, με λόγια απλά και κατανοητά, υπογράμμισε το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και μεγαλείο ης πόλης, το οποίον, σημειωτέον, αυξήθηκε επί των ημερών του, αφού, φυσικά, είχε αρχίσει να ακμάζει από την εποχή ακόμη της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, όταν δήμαρχος ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ώστε από τα σπλάχνα της να βγαίνουν σχεδόν καθημερινά, συνεχώς και αδιαλείπτως, υπουργοί, πρωθυπουργοί, πραξικοπηματίες, έμποροι, βιομήχανοι, εισοδηματίες, εφοπλιστές, αποστάτες, στρατηγοί, δεκανείς και λοχίες, εθνικοί και τοπικοί ευεργέτες, ποιητές, τραγουδιστές, συγγραφείς, ποδοσφαιριστές, μαυραγορίτες, κουκουλοφόροι ή μη, οικοδόμοι, συνδικαλιστές, μητροπολίτες, πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, πολεμιστές, προδότες, κλέφτες και λωποδύτες επιφανείς και άλλα πολλά σημαντικά πρόσωπα και επαγγέλματα, που τιμούν και λαμπρύνουν το όνομά της στα τετραπέρατα της γης.
Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, το τόνισε με έμφαση αυτό, κατόρθωσε να αναπτυχθεί πολιτισμικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπροστά της να παραμερίζουν όχι μόνο η Αθήνα και η Πάτρα, αλλά πολύ σημαντικότερες πόλεις, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη και η Μόσχα και να παίρνει έτσι την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια πολιτισμική συνείδηση και ταυτόχρονα να εξαναγκάζει με τον τρόπο της όλους τους παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες, συγγραφείς, πνευματικούς ανθρώπους και επιστήμονες, εταίρες και αθλητές κάθε χρώματος, φυλής ή εθνικότητας να εγκαθίστανται μόνιμα στα περικαλλή και ουδόλως χρήζοντα πολεοδομικής ανασυγκροτήσεως προάστια. «Στο τέλος να μου το θυμηθείτε», συνέχισε, «ακόμα κι αυτή η εχθρική προς την πόλη μας κυβέρνηση θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να κλείσει δια παντός, ελλείψει φοιτητών και καθηγητών, όλα τα πανεπιστήμια της χώρας και θα ιδρύσει σε αυτόν εδώ τον τόπο ισάριθμα σε αντικατάστασή τους». Τελειώνοντας, αφού με μεγάλη προσπάθεια και όχι χωρίς κόπο κατάφερε να ξαναγυρίσει στο κύριο θέμα της συνάντησης, πρότεινε να διαμαρτυρηθούν έντονα και με πάθος προς κάθε αρμόδιο ή αναρμόδιο παράγοντα, πρόσωπο ή φορέα, ώστε να μην παρουσιαστούν ξανά στο μέλλον τέτοια φαινόμενα σήψης και διαφθοράς και πλήξουν το γόητρο της πόλης και το ήθος των πολιτών ανεπανόρθωτα, γιατί πες πες στο τέλος θα το πιστέψουν όλοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Η πρόταση του δημάρχου, όπως αναμενόταν άλλωστε, έγινε ομόφωνα δεκτή με παρατεταμένα χειροκροτήματα και επευφημίες.
Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου, που ήταν ο επόμενος ομιλητής, αφού χαρακτήρισε ως θετικά τα λόγια του δημάρχου, όχι όμως και την πρότασή του, που ήταν, όπως είπε, ρεφορμιστική και συμβιβαστική, αντίθετη δηλαδή προς τις ηρωικές παραδόσεις των κατοίκων της πόλης, προχώρησε περισσότερο και πρότεινε, με τη δέουσα σε αυτές τις περιπτώσεις σοβαρότητα, να ανατεθεί πάραυτα σε τοπικό γραφείο ερευνών να ερευνήσει, αν η αποτροπιαστική αυτή ενέργεια οφείλεται κατ’ αρχήν στον ίδιο τον συγγραφέα ή στον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη ή τον παραγωγό. «Να ευρεθεί τέλος πάντων», είπε, «ο κύριος υπεύθυνος αυτής της πράξης και να καταγγελθεί αρμοδίως σε όλα τα διεθνή όργανα, τα επιφορτισμένα με την φύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να τιμωρηθεί παραδειγματικά». «΄Άλλωστε», συνέχισε, κλείνοντας το μάτι του με σημασία, «όλοι το ξέρουν ότι όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας τα έχουν από παλιά με την πόλη μας. Αυτό το αποδεικνύει περίτρανα και εκείνη η απαίσια εκπομπή, που αναφερόταν στη ζωή και το έργο ενός γνωστού μας συντοπίτη ποιητή, στην οποία ο φακός, αντί να δείχνει τα υπέροχα, για να μην πω μεγαλειώδη, κτίσματα των τελευταίων χρόνων και την τεράστια πλατεία με τα πυκνοφυτεμένα παρτέρια της, που θα ζήλευε κάθε μεγάλη και σημαντική πόλη του πλανήτη μας, που σέβεται, βέβαια, την ιστορία της και τον πολιτισμό των προγόνων της, έδειχνε, λέγω, ο φακός, με περισσή θρασύτητα και αδικαιολόγητη περιφρόνηση, κάτι χαλάσματα και μισοερειπωμένα ή εγκαταλελειμμένα κτίρια του 19ου αιώνα με την υπόμνηση ότι ήταν, τάχα, νεοκλασικά. Είναι γεγονός», κατέληξε, «η τηλεόρασή μας εμπνέεται πάντα από την αισθητική των ερειπίων και την λατρεία του παλιού. ΄Έτσι, όμως μας διασύρει διεθνώς ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για το σύγχρονο και το μοντέρνο και κανείς εν τέλει δεν αντιδρά, όπως πρέπει». Τη συνέχεια του λόγου του, που κανείς δεν θυμάται πια, την καλύπτουν παρατεταμένα χειροκροτήματα, ποδοκροτήματα, σφυρίγματα και σποραδικές κραυγές απελπισίας και, φυσικά, για κάποια ώρα δεν ακούγεται άλλη λέξη.
Ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ισότητας των δύο φύλων, που μετά από ένα μικρό διάλειμμα πήρε τον λόγο, τόνισε ότι με τέτοιες εκπομπές υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο η θέση και το κύρος της γυναίκας. «Εμένα στ’ αρχίδια μου», είπε, «είμαι άντρας. Τι θα γίνει, όμως, με τις γυναίκες και τη διαμόρφωση των επερχόμενων γενεών; Ας έδειχναν, τουλάχιστον, ευσταλείς συμπολίτες μας να καμακώνουν περαστικές γυναίκες! ΄Έχω άδικο, μήπως;»
Ακολούθως πήρε τον λόγο η πρόεδρος της Ενωτικής Παράταξης Γυναικών της πόλης και των περιχώρων, η οποία αναφέρθηκε λακωνικά αλλά με μαχητικότητα χαρακτηριστική της παράταξης που εκπροσωπούσε στα πανανθρώπινα ιδανικά και στο ολυμπιακό πνεύμα, που τόσο εύκολα και με τέτοια ασυνειδησία καταρρακώνονται διεθνώς και εμπορευματοποιούνται με κάθε τρόπο για να κερδίζουν ασύστολα οι μεγάλες πολυεθνικές και τα μονοπώλια εις βάρος πάντα του αγωνιζόμενου λαού, ενώ η πρόεδρος των Ομάδων Συσπείρωσης Γυναικών απαίτησε (δυναμικά, άμεσα και μαζικά) την πλήρη αποκατάσταση της τρωθείσας αξιοπρέπειας, της τιμής και του κύρους των γυναικών και επί πλέον πρότεινε να γίνει, οπωσδήποτε, μια παλλαϊκή και αγωνιστική συγκέντρωση για να καταγγελθούν οι μεγάλες δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστές-ρεφορμιστές, που κρύβονται συνήθως πίσω από τέτοιες κατάπτυστες ενέργειες.
Θα μπορούσα να παρουσιάσω κι άλλους εκπροσώπους δεκάδων άλλων συλλόγων και μαζικών φορέων που άνθιζαν εκείνα τα χρόνια στη χώρα. Προς τι, όμως; Ο θεατής από μόνος του έχει καταλάβει ήδη τα σημαντικότερα των γεγονότων και τα αποτελέσματά τους. Γιατί να καταπονηθεί κι άλλο, με την εξιστόρηση τόσων και τόσο ανούσιων λεπτομερειών;
Εδώ τελειώνει, λοιπόν, η κρίσιμη αυτή σύσκεψη, της οποίας, τελικά, μοναδική απόφαση είναι να παρακαλέσουν όλοι μαζί τον μητροπολίτη, που καταφθάνει επί τέλους εκείνη τη στιγμή με την πολυπληθή ακολουθία του, να διαβάσει αγιασμό στην πόλη και να εξορκίσει το κακό που τη βρήκε εν τη γενέσει του, όπως ακριβώς ο Επιμενίδης, ο αρχαίος μάντης από την Κρήτη, που εξάγνισε την αρχαία Αθήνα από το επάρατο Κυλώνειο ΄Αγος, που την καταδυνάστευε τόσον καιρό. Ας προλάβουμε τουλάχιστον τα χειρότερα, ήταν η γενική κατάληξη.
Την ώρα που πέφτουν τα γράμματα, παρουσιάζοντας ονομαστικά όλους τους παράγοντες, δευτερεύοντες και τριτεύοντες συντελεστές της εκπομπής, διαβάζονται μεγαλοφώνως, για όσους αγνοούν ανάγνωση και γραφή, διάφορα τηλεγραφήματα συμπαράστασης (και συμπαράταξης, βέβαια,) που απέστειλαν διάφοροι καλοθελητές, επιφανή στελέχη της κοινωνίας μας καθώς και οι υπόλοιποι μαζικοί φορείς που δεν κατάφεραν να παρευρεθούν στη μεγάλη εκείνη σύσκεψη…

---------------------------------------------

Το τηλεγράφημα ήρθε ξαφνικά και με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο: «Αγαπητέ κύριε, παρακαλώ δεχθείτε να αναλάβετε την διεύθυνση όλων των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας. Στοπ. Ενδεχόμενη άρνησή σας θα μας λυπήσει αφάνταστα και συγχρόνως θα στερήσει την πατρίδα μας από το όνειρο ενός λαμπρού μέλλοντος για το συμφέρον όλων ενώ θα περιέπλεκε περισσότερο το γνωστό πρόβλημα της πόλης σας. Στοπ. Τα θερμά μας συγχαρητήρια για την αγωνιστική ετοιμότητα των συμπολιτών σας που είναι απολύτως σύμφωνη με τις μεγάλες παραδόσεις της φυλής και του έθνους. ΄Όλως υμέτερος, Ο Υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της τηλεόρασης, ραδιοφωνίας και τύπου.
Υ.Γ.(πρώτο): Ο κύριος πρωθυπουργός σας αναμένει για να σας σφίξει το χέρι.
Υ.Γ.(δεύτερο):Αν πραγματικά το επιθυμείτε και δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό εμπόδιο, βιαστείτε, σας παρακαλώ, να αναλάβετε τα καθήκοντά σας γιατί, αν αργήσετε πολύ, πιθανόν να μη με βρείτε στη θέση μου. Ο ίδιος.
Σημείωση:
Και τώρα η διαμαρτυρία, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίς», στις 23-3ι1984: «Με έντονη αγανάκτηση ο λαός της Ηλείας αποδοκιμάζει την απαράδεκτη προβολή του σήριαλ της ΕΡΤ2 το «Λαχείο» που, μέσα από ένα πρίσμα παραμόρφωσης, αναφερόταν στον τόπο που ζούμε.
Η προβολή αυτή αποτελεί καταφανή συκοφαντία του Ηλειακού λαού, μιας περιφέρειας της Ελλάδας που η μακραίωνη σύνδεσή της με πανανθρώπινα ιδανικά, δεν επιτρέπει παρόμοιες προσβολές.
Είναι απαράδεκτο, βασικό όργανο ενημέρωσης του Ελληνικού λαού να επιλέγει παρόμοιες παρουσιάσεις που στερούνται αντικειμενικότητας και αφίστανται της πραγματικότητας.
Αποτελεί κοινή αξίωση του Ηλειακού λαού η παρούσα διαμαρτυρία να προβληθεί από την ΕΡΤ2 στην αρχή του επόμενου επεισοδίου της ίδιας σειράς.
Ο Μητροπολίτης. Η Τοπική ΄Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων. Ο Δήμαρχος Πύργου. Η νομαρχιακή Επιτροπή Ισότητας των δύο φύλων. Η Πολιτιστική Εταιρία Πύργου. Το Παράρτημα Πύργου της Ε.Γ.Ε.. Ο Σύλλογος Γυναικών Πύργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου