του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και αφέγγαρη, η καταιγίδα μόλις είχε κοπάσει, τα σύννεφα όμως εξακολουθούσαν να παραμένουν πυκνά και να βαραίνουν την ατμόσφαιρα. Πού και πού το πηχτό και αδιαπέραστο σκοτάδι το διαπερνούσε η λάμψη κάποιας αστραπής και των κεραυνών που έπεφταν με μανία στα γύρω υψώματα, δίνοντας τρομαχτικά σχήματα στους σκοτεινούς όγκους των λόφων, των δέντρων και των σπιτιών της πολίχνης.
Ο Μάξιμος καθόταν σκεφτικός μπροστά στο τζάκι του αρχοντικού του και κοίταγε τα ξύλα που καίγονταν πασχίζοντας να χαρίσουν με τον τρόπο τους τη θαλπωρή τους στο κουρασμένο του κορμί.
Το μυαλό του Μάξιμου όμως δεν ήταν στη φωτιά που τριζοβολούσε καταπίνοντας αδηφάγα τα λιόκλαρα που είχαν ρίξει στο τζάκι από ώρα αλλά στα γεγονότα των τελευταίων ημερών και στις απροκάλυπτες απειλές που είχε δεχτεί η αφεντιά του από τον παντοδύναμο ακόμη κοτζάμπαση της Γαστούνης, τον Σισίνη.
- Αυτός ο άνθρωπος είναι φοβερός, σκεφτόταν, έχει μάθει τόσα χρόνια πια, απ’ τον καιρό ακόμη της Τουρκοκρατίας, να σκύβουν όλοι το κεφάλι τους μπροστά του με ταπεινότητα και σεβασμό και να τον προσκυνούν σαν να είναι το μεγαλύτερο αφεντικό του κόσμου και δεν ανέχεται με τίποτα να σηκώνει το κεφάλι του κάποιος στον τόπο που ο ίδιος θεωρεί ότι του δόθηκε από ψηλά, από κάποια υπέρτατη δύναμη για να τον διαφεντεύει.
Το πρωί ένας κουμπάρος του αγαπητός του μετέφερε αυτολεξεί τις κουβέντες που ειπώθηκαν στο καφενείο μεγαλόφωνα για να τις ακούσουν όλοι και τον προειδοποίησε για το μέλλον.
- Φυλάξου, κουμπάρε, του είπε, ο Μπάμπαλης με τον Γιαννίκο συζητούσαν ανοιχτά πώς θα σε ξεπαστρέψουν κι έλεγαν ότι τα δέντρα που σηκώνουν ψηλά και γρήγορα το κεφάλι εύκολα τα κόβει κανείς. Ο Θεός να με συγχωρέσει, κουμπάρε, εσένα εννοούσαν κοίταγαν κι δυο με νόημα κατά το αρχοντικό σου και κουνούσαν το κεφάλι σαν να έλεγαν, δεν πάει άλλο πια.
- Μη φοβάσαι, τον καθησύχασε ο Μάξιμος, προσπαθώντας να καθησυχάσει περισσότερο τον ίδιο του τον εαυτό παρά τον φοβισμένο κουμπάρο του, δεν διώξαμε τους Τούρκους από την πατρίδα μας για να ‘ χουμε ΄Έλληνες Τούρκους στη θέση τους, έχουμε κράτος τώρα, νόμους που πρέπει να τηρούμε, κυβερνήτη που σεβόμαστε, δεν γίνονται αυτά τα πράματα πια. Θα δώσει λόγο στη δικαιοσύνη, αν τολμήσει κάτι…
- Κουμπάρε, είναι άνθρωποι του Σισίνη, έμπιστοι κι ο ίδιος ένα θεριό ανήμερο, δεν κάνει εύκολα πίσω. Πρόσεχέ τους, λοιπόν, διπλά.
Εκεί τελείωσε η συζήτηση. Τώρα μόνος στο σπίτι του σκέφτεται και ξανασκέφτεται όλα αυτά, μια αδιόρατη ανησυχία έχει αρχίσει και κατακλύζει το μυαλό του, γι’ αυτό, ίσως, είναι και συνοφρυωμένος.
- Πρέπει να βάλω φρουρούς να με φυλάνε, σκέφτεται σχεδόν μεγαλόφωνα. Αύριο κιόλας, η πρώτη μου δουλειά. Πρωί- πρωί θα το φροντίσω.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του από τον πάνω όροφο, όπου βρισκόταν η κρεβατοκάμαρά τους.
- Μάξιμε, δεν θάρθεις για ύπνο;
- Κοιμήσου εσύ, κοκόνα μου, της μίλησα, όπως πάντα, γλυκά κι ευγενικά. ΄Έχω κάτι να σκεφτώ ακόμα. Θάρθω σε λίγο.
Η καρδιά του μαλάκωσε με τη σκέψη της γυναίκας του. ΄Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να εμπιστευθεί με απόλυτη και τυφλή εμπιστοσύνη, να της ανοίξει την ψυχή του διάπλατα, να σκύψει μπροστά της με αγάπη, σεβασμό και κατανόηση.
Την εκτιμούσε σε μεγάλο βαθμό. Γνωρίζονταν από παιδιά. ΄Ήταν κι οι δυο από τη Χίο, γλίτωσαν σαν από θαύμα στη μεγάλη σφαγή από τους Τούρκους, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και από τότε ζούνε μαζί. Ο θεός μονάχα δεν τους βοήθησε ν’ αποχτήσουν και παιδιά, να μην πάει το όνομα και η τεράστια περιουσία στράφι. ΄Ήταν το μόνο σύννεφο που σκίαζε καμιά φορά την ευτυχία τους και τους άφηνε μια γεύση ανικανοποίητου στη ζωή, ιδιαίτερα τώρα που είχαν μείνει μόνοι, χωρίς συγγενείς και φίλους.
Είχαν γλιτώσει, λοιπόν, κι οι δύο παρά τρίχα από το γιαταγάνι των Τούρκων στη μεγάλη καταστροφή της Χίου στα 1822, κρυμμένοι, μέχρι να φύγει η καταστροφική στρατιά, σε μια σπηλιά στην ερημιά, άγνωστη στον πολύ κόσμο, τρώγοντας ρίζες και χόρτα. ΄Έτσι επιβίωσαν κάμποσο καιρό. ΄Ύστερα, φόρτωσαν τα λίγα πράγματα που τους βρίσκονταν και όσα χρήματα είχαν κατορθώσει να πάρουν μαζί τους στη βάρκα ενός συγγενή τους και τόσκασαν απ’ το νησί. Κατέφυγαν στη Σύρο, δεν τους άρεσε ο νέος τόπος, ξαναφόρτωσαν τα πράγματά τους, ήρθαν στη ελεύθερη Ελλάδα, περιπλανήθηκαν για λίγο και μετά από πολλές περιπέτειες κατέφυγαν στην άλλη άκρη της χώρας, στην Κυλλήνη. Τους φάνηκε πως ο τόπος και οι άνθρωποι κάπως έφερναν, έμοιαζαν δηλαδή με τη χαμένη τους πατρίδα, βρήκαν και το έδαφος πρόσφορο, στο τέλος το πήραν απόφαση και άραξαν για πάντα εδώ διαλέγοντάς την για δεύτερη πατρίδα τους.
΄Όταν έφτασαν στην Κυλλήνη για πρώτη φορά, την βρήκαν κι αυτή ερειπωμένη, έρημη από κατοίκους και ζωντανά. Κάτι λίγοι ψαράδες κατοικούσαν μόνο και διέσχιζαν το Ιόνιο με τις βάρκες τους. Στα 1824 με 1825 είχαν περάσει και από εδώ οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και είχαν ρημάξει τα πάντα. Το χωριό είχε πυρποληθεί από τη μία άκρη ως την άλλη, οι κάτοικοι, όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από το φονικό μαχαίρι του εισβολέα, μπήκαν στις βάρκες και τα καΐκια και κατέφυγαν, άλλοι στο κοντινό νησάκι της Καυκαλίδας, άλλοι στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, κι άλλοι κρύφτηκαν σαν αγρίμια στους γύρω λόγγους και τις απάτητες πλαγιές της περιοχής. Με τον καιρό, όμως, και μετά τη φυγή των Αιγυπτίων, επέστρεφαν σιγά-σιγά και το χωριό άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται. Τότε ήταν που αποφάσισε ο Μάξιμος να παραμείνει εφ’ όρου ζωής στον τόπο μαζί με τη γυναίκα του.
Αμέσως στρώθηκε στη δουλειά. Χρήματα είχε αρκετά, όσα κατάφερε να γλιτώσει από την καταστροφή της πρώτης του πατρίδας, αγόρασε χωράφια, σχεδόν τζάμπα ήταν τότε, έκτισε αποθήκες, αγόρασε προϊόντα και τα μεταπούλησε, έκανε γερό κομπόδεμα, μάζεψε κοντά του πολύ από τον ντόπιο πληθυσμό, τους βοήθησε να ξαναρχίσουν τη ζωή τους, να ζήσουν καλύτερα με τον καιρό, χωρίς έντονες βιοτικές φροντίδες. Τούτο τον καιρό, μάλιστα, περίμενε από μέρα σε μέρα να υποδεχτεί πενήντα πλούσιες οικογένειες της Χίου, που είχαν γλιτώσει κι αυτές από το φονικό μαχαίρι του Τούρκου και είχαν έρθει σε επαφή με τον Μάξιμο.
Ο κόσμος εδώ τον αγαπούσε. Το ήξερε αλλά το ένιωθε κιόλας από την καθημερινή επαφή μαζί τους. Πώς ήταν δυνατόν, άλλωστε, πλην εξαιρέσεων πάντα, να μην τον αγαπάνε; Του χρωστούσαν τόσα και τόσα! Τους αγόρασε βόδια για να οργώνουν, τους έδωσε οικόπεδα να χτίσουν σπίτια ν’ απαγκιάσουν το κορμί τους, χωράφια να καλλιεργούν, πρόβατα και γίδια, στις αποθήκες του απόθετα τα προϊόντα του καθημερινού τους μόχθου και πληρώνονταν αμέσως σε μετρητά, κάτι που ήταν πρωτάκουστο για την περιοχή, οι κοτζαμπάσηδες του παρελθόντος δεν πλήρωναν ποτέ με μετρητά, έφτιαξε γεφύρια και άλλα μικρά έργα, που μόνο μια κυβέρνηση με πλούσιο προϋπολογισμό θα μπορούσε να κάνει.
- Υψώθηκα πολύ, σκεφτόταν από ώρα, ο κακός δαίμονας της περιοχής, ο άρχοντας Σισίνης δεν θα το ανεχτεί, θα βρει την ευκαιρία να με χαμηλώσει. Τουλάχιστον, να προλάβουν να έλθουν και οι άλλοι συμπατριώτες μου, να συστήσω μια καινούρια φρουρά απ’ αυτούς, να γλιτώσω το τομάρι μου. Τέλος πάντων, θα δούμε τι θα γίνει, δεν μπορώ να κάνω πίσω πια, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους, κάναμε τόσους αγώνες για τη λευτεριά μας, χύσαμε τόσο αίμα που δεν το λυπηθήκαμε καθόλου, δεν θ’ αφήσουμε να μας την πάρουν πάλι άνθρωποι κακοί, σημαδεμένοι από το κακό!
-----------------------------------
΄Ήταν μία από εκείνες τις νύχτες που νομίζει κανείς ότι θεοί και δαίμονες έχουν συμμαχήσει για να καταστρέψουν το σύμπαν απ’ τη μια άκρη του ως την άλλη. Βροχή ασταμάτητη και αέρας, αστραπές, βροντές και πού και πού κάποιο μακρινό αστροπελέκι.
- Κάπως έτσι θα ήταν και τότε που άρχισε ο κατακλυσμός του Νώε, σκέφτηκε μεγαλόφωνα αυτή τη φορά ο Μάξιμος και έριξε ένα κούτσουρο ακόμη στη φωτιά. Όλα τα ρέματα της περιοχής έχουν πλημμυρήσει, δεν βλέπεις χωράφι πουθενά.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε δυνατά η πόρτα. Ο Μάξιμος ταράχτηκε, κάτι να αναδεύεται ένιωσε μέσα του, ένας αδικαιολόγητος φόβος τον πλάκωσε. Στο κεφαλόσκαλο φάνηκε η γυναίκα του.
- Μάξιμε, κάποιος χτυπάει την πόρτα μας.
- Μπες μέσα εσύ. Ησύχασε. Δεν είναι τίποτα, θα ρίξω μια ματιά και θα βεβαιωθείς.
Δεν πρόλαβε να κινηθεί. Η πόρτα γκρεμίστηκε στο δάπεδο, κάνοντας έναν φοβερό πάταγο, κάποιο σκληρό και ογκώδες αντικείμενο τη χτύπησε, κάποιο κορμό δένδρου θα είχαν χρησιμοποιήσει, όπως οι παλιοί πολιορκητές στα άπαρτα κάστρα του παρελθόντος.
- Ποιος διάολος είναι τέτοια ώρα στο σπίτι μου, φώναξε με τη βροντερή φωνή του ο Μάξιμος.
Δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα βήμα. Στο άνοιγμα που άφηνε με το πέσιμό της η γκρεμισμένη πόρτα τρεις αγριάνθρωποι στέκονταν και γέμιζαν το κενό, οπλισμένοι σαν αστακοί, αξύριστοι και βρώμικοι. Τους γνώρισε αμέσως, ήταν γνωστοί παλικαράδες της περιοχής, άλλωστε, τσιράκια των Σισίνιδων αυτή την εποχή: ο Μπάμπαλης, ο Γιαννίκος κι ο Γούργαρης ο χιλιοκολασμένος, όπως τον αποκαλούσε ο λαός. Τρεις πληρωμένοι δολοφόνοι που δεν δίσταζαν ποτέ να εκτελέσουν και το πιο αποτρόπαιο έγκλημα, άμα έπεφτε το παραδάκι.
- Τι θέλετε ωρέ τέτοια ώρα στο κονάκι μου;
΄Έριξε πάνω τους το βλέμμα του. Μαθημένοι από τέτοια και με τη βοήθεια, ίσως, κάποιας ποσότητας κρασιού, δεν έδειξαν να φοβήθηκαν.
- Μάξιμε, δεν κάνεις καλά κι ο αφέντης είναι θυμωμένος, του φώναξε ο Μπάμπαλης.
- Ποιος αφέντης ωρέ, ένας είναι ο αφέντης, ο Χριστός, τον αντέκρουσε.
- Μάξιμε, μιλάς άπρεπα, πήρε το λόγο ο Γιαννίκος, ο αφέντης ο Σισίνης σου μήνυσε και άλλες φορές αλλά εσύ δεν υπάκουσες, έγινες ένα με το σκυλολόι.
- Ποιο σκυλολόι ωρέ παλιόσκυλα του κερατά, βασανισμένοι άνθρωποι είναι.
- Μα που έχουν ξεχάσει εξ αιτίας σου να σέβονται και να τιμούν, όπως πρέπει, τον αφέντη τους, ολοκλήρωσε με την άγρια φωνή του ο Γούργαρης. Αυτά είναι τα ύστερα του κόσμου, η τάξη του κόσμου πάει περίπατο. Δεν είναι πράματα αυτά, δεν τα θέλει μήτε ο Θεός!
- ΄Άσε τον Θεό στη θέση του, αντίχριστε, τι τον πιάνεις στο στόμα σου!
- Μάξιμε, δεν θες να μας ακούσεις, να συμμορφωθείς, ήταν η σειρά του Μπάμπαλη να μιλήσει.
- Πηγαίνετε, ωρέ, ό,τι έχω να πω, θα το πω εγώ ο ίδιος με τον άρχοντα, δεν έχω άλλα λόγια μαζί σας.
- Δεν μας έστειλε για να κουβεντιάσουμε, πήρε τον λόγο ο Γιαννίκος.
- ΄Ήρθαμε γι’ αυτό, ολοκλήρωσε για μιαν ακόμη φορά ο Γούργαρης και του άδειασε την πιστόλα στο κεφάλι.
Ο Μάξιμος έκανε μια κίνηση, σαν για να κρατηθεί από κάποιο αόρατο στήριγμα, δεν μπόρεσε, παραπάτησε και σωριάστηκε κατά γης. Δεύτερη πιστολιά ακούστηκε απ’ τον Γιαννίκο και Τρίτη από τον Μπάμπαλη κι ο Μάξιμος κείτεται νεκρός μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
- Φονιάδες, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του από την κορυφή της σκάλας.
Οι τρεις εκτελεστές τάχασαν για μια στιγμή, σάστισαν απ’ την σπαρακτική φωνή της γυναίκας, οπισθοχώρησαν βήμα – βήμα και χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι σαν κυνηγημένοι. Η γυναίκα αλλόφρων, με όσα είδαν τα μάτια της, πήρε κι αυτή τα όρη και τα βουνά και χάθηκε προς στιγμήν από τα μάτια του κόσμου. Τη βρήκαν μετά από τρεις μέρες κρυμμένη σ’ ένα καΐκι, νηστική και εξαθλιωμένη.
Εκείνη τη νύχτα η Κυλλήνη έχασε για πάντα το στήριγμά της και τις ελπίδες της για ένα καλύτερο μέλλον κι ο Μάξιμος έγινε τραγούδι στο στόμα των χωρικών, που το τραγουδούσαν όταν ο πόνος τους πλάκωνε στα στήθια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου