Του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Ο αγώνας ήταν αμφίρροπος. Γλαφυροί ιππότες, των οποίων επικεφαλής ήταν ο εκπεσών δήμαρχος, με υψωμένα τα λάβαρα και με αμφίστομα εγχειρίδια στα χέρια, έκρουαν τη θύρα της πριγκηπέσας Ιζαμπώς, κόρης ευγενούς και θυγατρός του τρίτου Βιλεαρδουίνου που κυβέρνησε δυναμικά τη χώρα. Δύο αλλοπαρμένοι βαρόνοι, αυνανιζόμενοι μετ’ αφάτου αγαλλιάσεως και ηδονής ακατονόμαστης, συγχρόνως εκατουρούσαν στην αυλή της κούρτης όπου έγινε και η τελευταία συνέλευση αρχόντων και αρχομένων με την οποία επρόκειτο να μεταβιβαστεί ομαλά η εξουσία στο λαό. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη τελικά γιατί η δημοτική αρχή αρνήθηκε να πάρει την εξουσία στα χέρια της χωρίς την έγκριση όλων των βαρόνων και των ιερωμένων του πριγκιπάτου.
Ο στίβος ήταν γεμάτος αίματα και αποξηραμένο πύον και οι ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας, της Δάφνης, και οι οπαδοί της γιουχάιζαν αδικαιολόγητα τους διαιτητές, αδιαφορώντας τελικά για τις κίτρινες και τις κόκκινες κάρτες. Ειδικά το κόκκινο δεν τους ενδιέφερε καθόλου. ΄Αλλωστε ως χρώμα τους ήταν ιδιαίτερα απαγορευμένο.
Τότε, εν μέσω των ιαχών του πλήθους και των κλαγγών των όπλων, ακούστηκε ο οξύς ήχος που παρήγαγαν εντελώς ξαφνικά δύο πλανόδιοι οργανοπαίχτες, κλαριντζήδες κατά τα φαινόμενα που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πώς βρέθηκαν εκεί, σαν τελετάρχες στις εθνικές επετείους που δίνουν πάντα το σύνθημα της έναρξης και της λήξης των τοιούτων πανηγυρικών εκδηλώσεων. Κάθε κίνηση και κάθε ήχος αυθωρεί εσταμάτησε και η γαλήνη, πνιγηρή ως ο καύσωνας του θερινού ηλιοστασίου, επεκράτησε από τότε στην έρημη πόλη, στην οποία, ντρέπομαι που το λέω, σταμάτησαν ολοσχερώς οι γεννήσεις και αυξήθηκαν οι θάνατοι επικίνδυνα.
Ταύτα εκ γασμούλου τινός χρονικογράφου άνευ ονόματος, χρόνου και τόπου γραφής αντιγραφέντα υπ’ εμού εν Σωτηρίω έτει 1982 στην έρημη ανθρώπων Ανδραβίδα, πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του ενδόξου πριγκιπάτου του Μορέως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου