Του Ανδρέα Φουσκαρίνη
Η Ανδραβίδα σήμερα είναι μια κωμόπολη, ένα κεφαλοχώρι καλύτερα, που γνώρισε ταυτόχρονα τη δόξα και την αφάνεια στη μακραίωνη ιστορία της, την ακμή και την παρακμή, όπως άλλωστε συμβαίνει πολύ συχνά στην Ιστορία για κάθε πόλη, κάθε χώρα και κάθε λαό. Σήμερα πασχίζει να επιβιώσει στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και μόνο και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία παρά τη φανερή εγκατάλειψη από το κράτος των Αθηνών και τη σταθερή έλλειψη υποδομών και επενδύσεων.
Η Ανδραβίδα λοιπόν είναι μια κωμόπολη που επιθυμεί διακαώς να γίνει πόλη χωρίς να το κατορθώνει, όπως και όλες οι άλλες κωμοπόλεις άλλωστε και τα κεφαλοχώρια του ηλειακού κάμπου. Κατοικείται σταθερά από αγροτικό κυρίως πληθυσμό με λίγους εργάτες και υπαλλήλους και στις μέρες μας από ένα μεγάλο αριθμό αλλοδαπών μεταναστών, κυρίως Βουλγάρων και Αλβανών, σε μια έκταση τριάντα περίπου χιλιάδων στρεμμάτων και άλλων δέκα χιλιάδων που της έχουν αφαιρεθεί για τις ανάγκες του στρατιωτικού αεροδρομίου. Αυτά τα χωράφια ακριβώς είναι και αυτά που έδωσαν την ώθηση για τη μετανάστευση πολλών κατοίκων της στις δεκαετίες του 1950 και 1960 παράλληλα και με άλλα αίτια βέβαια αφού αφαίρεσαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε πολλές οικογένειες τη δυνατότητα να εξακολουθούν να ζουν με αξιοπρέπεια στον τόπο που ζούσαν και οι πρόγονοί τους .
Το όνομά της αναφέρεται για πρώτη φορά στο μιξοβάρβαρο «Χρονικό του Μορέως», όπου από τα χείλη του γασμούλου συγγραφέα του εξυμνείται η δόξα και το μεγαλείο της κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, όταν αποτέλεσε την πρωτεύουσα του μικρού αυτού Γαλλικού κράτους της Πελοποννήσου. ΄Έτσι η Ιστορία της πριν από τη Φραγκική κατάχτηση είναι παντελώς άγνωστη αφού οι πηγές στάθηκαν φειδωλές απέναντί της. Τα επίθετα όμως που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο συγγραφέας του χρονικού για να μιλήσει γι’ αυτή και για να την χαρακτηρίσει καθώς και το γεγονός της μετατροπής της από την πρώτη κιόλας στιγμή σε διοικητικό, στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του Φράγκικου Πριγκιπάτου των Βιλλεαρδουίνων, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη μέση της πεδιάδας ατείχιστη και απροστάτευτη στις εχθρικές προσβολές, όλα αυτά μας πείθουν ότι θα πρέπει να ήταν το κέντρο της περιοχής και κατά την αυτοκρατορική, τη Βυζαντινή περίοδο την πριν του έτους 2004.
Η Ανδραβίδα κι ο περίγυρός της, όπως είναι γνωστό, είναι μια περιοχή πεδινή, με κάποιους λόφους στα πέριξ της, χωρίς μεγάλα βουνά ή απότομες εδαφικές εξάρσεις. Απ’ την αρχαία ήδη εποχή μεγάλες εκτάσεις αυτού του τόπου αποτελούν βοσκοτόπια για την εκτροφή των ζώων και ιδιαίτερα των αλόγων με τα οποία αισθάνονταν και αισθάνονται και σήμερα στενά δεμένοι οι φαινομενικά φιλήσυχοι κάτοικοί της. Με τον ερχομό των Φράγκων η αλογοπαραγωγή αυξάνεται ραγδαία, οι άνθρωποι δένονται ακόμη περισσότερο με το ευγενές αυτό ζώο, ο τρόπος ζωής των κατοίκων αλλάζει σιγά σιγά μαζί με την ψυχοσύνθεσή τους. Η ποιότητα των αλόγων που παράγεται αναγνωρίζεται από παντού, η καινούρια φυλή που δημιουργείται από τη διασταύρωση Νορμανδικών επιβητόρων με ντόπια θηλυκά είναι ανθεκτική, ευκίνητη και γρήγορη. Είναι γνωστή άλλωστε η απαίτηση των σουλτάνων αργότερα για την αποστολή κατά καιρούς από το βοεβόδα της Γαστούνης ανδραβιδαίικων αλόγων στους βασιλικούς στάβλους της Κωνσταντινούπολης. Η παραγωγή των αλόγων αυτής της φυλής τείνει να συνεχιστεί και σήμερα παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται συνεχώς κι αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αγάπη που τρέφουν όλοι προς αυτά. Από το ιπποτικό πνεύμα της Φραγκοκρατίας έχει μείνει ακόμη και σήμερα βαθιά χαραγμένη στην ψυχή των κατοίκων η αγάπη για τα άλογα, η έμφυτη ευγένεια, το φιλότιμο, η λεβεντιά, η εριστική διάθεση των ανδρών, η παλικαριά και η αγάπη προς τη γυναίκα. Η θέση του άντρα εξακολουθεί να είναι, όπως και τον καιρό της ιπποσύνης, κυριαρχική, με τις πρώτες ρωγμές να παρουσιάζονται στο σύστημα το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας εξάγονταν κάποιες μικρές ποσότητες σταφίδας από το λιμάνι της Γλαρέντζας. ΄Όμως κανονική και συστηματική καλλιέργεια αυτού του προϊόντος άρχισε να γίνεται από τα μέσα του 19ου αιώνα με κλίματα που έφεραν από την Κορινθία. Σε ολόκληρη την περιοχή του τέως δήμου Μυρτουντίων παραγόταν σχεδόν ως τις μέρες μας το 10% περίπου της σταφίδας της Ηλείας. Στο τέλος μάλιστα του 19ου αιώνα σχεδόν εξαφανίστηκε κάθε άλλη καλλιέργεια εξαιτίας της σταφίδας που εξαγόταν από τους Ηλείους εμπόρους προς κάθε κατεύθυνση. Την ίδια εποχή που η Γαλλία άρχισε να ξεπερνάει σιγά σιγά τα προβλήματά της και να εξαπλώνεται παντού και πάλι η καλλιέργεια της σταφίδας παρουσιάζονται τεράστια εμπόδια στην εξαγωγή του προϊόντος απ’ την Ελλάδα κι αρχίζουν οι πρώτες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις με την υπερπαραγωγή, την αλματώδη πτώση των τιμών και την αδυναμία της διάθεσής του στις ξένες αγορές.
Στις αρχές του 20ου το σταφιδικό προκάλεσε πολλές φορές ταραχές και προβλήματα στην Ηλεία ενώ αρκετές απεργίες έγιναν με την καθοδήγηση των σοσιαλιστικών και αναρχικών κύκλων του Πύργου. Από τότε πολλές φορές ανακινήθηκε το πρόβλημα μέχρι τότε που η καλλιέργεια της σταφίδας αντικαταστάθηκε στα νεώτερα χρόνια από άλλες, όπως των εσπεριδοειδών, της βιομηχανικής ντομάτας, των οπωροκηπευτικών, του καλαμποκιού και του βαμβακιού. Σήμερα που χαράσσονται αυτές οι γραμμές βρισκόμαστε και πάλι σ’ ένα χρονικό σταυροδρόμι και ετοιμαζόμαστε και πάλι για νέες καλλιέργειες.
Παλιότερα στην περιοχή της Ανδραβίδας καλλιεργούνταν και παράγονταν και άλλα προϊόντα εκτός από τη σταφίδα και τα αμπέλια που η παραγωγή τους σήμερα έχει μειωθεί ή έχει εκλείψει εντελώς, όπως τα δημητριακά, τα όσπρια, το λάδι, το καρπούζι κ.ά. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο Πουκεβίλ κύριο προϊόν της περιοχής ήταν το λινάρι ενώ περίφημα ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα καπόνια (ευνουχισμένα κοκόρια) και τα τυροκομικά προϊόντα αφού υπήρχαν πολλά κοπάδια από πρόβατα που έβοσκαν στα λιβάδια της περιοχής. Μια δραστηριότητα που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα με την παραγωγή φέτας και μυτζήθρας ή γιαούρτης εκλεκτής ποιότητας. Η ξυλεία λιγοστή γιατί τα χωράφια ήταν εύφορα και χρησιμοποιούνταν για αποδοτικότερες καλλιέργειες. Κύριοι εκπρόσωποι το κυπαρίσσι, η λεύκα, η βαλανιδιά, η αγραπιδιά (γι’ αυτό ίσως και η εκτεταμένη χρήση του επώνυμου «Αγραπίδης»), η μουριά για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, το πεύκο, η κορομηλιά (άλλο συνηθισμένο επώνυμο) και διάφορα άλλα οπωροφόρα σε μικρότερους αριθμούς. Το κυνήγι ελάχιστο λόγω της εντατικής καλλιέργειας των εδαφών και το ψάρεμα γινόταν μόνο μια φορά το χρόνο, τον Αύγουστο, όταν, σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλαιότερων γύριζαν τα νερά της λίμνης του Εβυθού. Από το 1957 όμως λόγω διαφόρων τεχνικών έργων η λίμνη έπαψε να επικοινωνεί με τη θάλασσα και συνεπώς και να κρατάει ψάρια στα νερά της.
Η μεταξοκαλλιέργεια είχε αρχίσει ήδη από το έτος 552 μ.Χ., στα χρόνια του Ιουστινιανού, στην αρχή ερασιτεχνικά, για να θεριέψει στη συνέχεια και να γεμίσει ο τόπος από μουριές, που έδωσαν και το καινούριο όνομα στην Πελοπόννησο και να σβήσει στις αρχές του 20ου αιώνα. Πάντως υπήρξαν μεταξοσκώληκες στην περιοχή μέχρι και τη Γερμανική Κατοχή, όπως μου έλεγε η μητέρα μου αφού η οικογένειά μου καλλιεργούσε μέχρι τότε το χρυσοφόρο αυτό έντομο. Υπήρχαν μεγάλα εργαστήρια για την επεξεργασία του μεταξιού στην Ανδραβίδα, τη Γλαρέντζα, την Πάτρα και φυσικά τη Βοιωτία. Τα μεταξωτά της περιοχής ήταν περιζήτητα και πασίγνωστα ήταν τα αραχνοΰφαντα πέπλα που φορούσαν οι Ηλειώτισες. Η Πελοπόννησος, ο Μοριάς χρωστάει πιθανότατα το νεώτερο όνομά της στις απέραντες φυτείες από μουριές που κάλυπταν ολόκληρη σχεδόν την πεδινή Ηλεία στα Βυζαντινά αλλά και στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας. Ενδεικτικό της ποιότητας και της φήμης των μεταξωτών της Ανδραβίδας ήταν και το γεγονός ότι ο πάπας Ουρβανός Δ΄ (1261-1264) ζήτησε από τους επίσκοπους του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, όπως λεγόταν τότε το Γαλλικό κράτος της Ανδραβίδας, να του στείλουν ντόπια μεταξωτά.
Είναι γεγονός ότι κάθε εποχή έχει και τα δικά της προϊόντα, τις δικές της καλλιέργειες που όταν οι συνθήκες αλλάζουν, αλλάζουν κι αυτές. Στην αρχαιότητα π.χ. ονομαστή ήταν η καλλιέργεια της βύσου και του λιναριού. Οι ανάγκες που παρουσιάζονται κάθε φορά ορίζουν και τις καλλιέργειες. Η αλλαγή των προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται επί τόπου φέρνει αναγκαστικά και την αλλαγή των επαγγελμάτων. ΄Έτσι μια σειρά επαγγελμάτων χάνουν τη σημασία τους ή εξαφανίζονται. Στη δεκαετία του 1960 χάθηκαν οριστικά ή άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα σα συνέπεια της προόδου μια σειρά από επαγγέλματα που μέχρι τότε έδιναν τον τόνο στη ζωή του τόπου και που για αιώνες αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Καρολόγοι, πεταλωτήδες, μυλωνάδες, ζευγάδες, καροποιοί, σιδεράδες κι ένας σωρός άλλοι αντικαταστάθηκαν σιγά σιγά από τα συνεργεία αυτοκινήτων, τα γεωργικά μηχανήματα, τα μηχανουργεία και τις αλουμινοκατασκευές, τους ηλεκτροκίνητους ή πετρελαιοκίνητους μύλους.
Οι γραφικές μάκινες με τον ιδιότυπο θόρυβο που καθάριζαν τη σταφίδα από όλες τις ξένες προσμίξεις, οι γανωματήδες που γυρνούσαν τις γειτονιές και φρόντιζαν τα μαχαιροπήρουνα και τα κατσαρολικά της οικογένειας, τα στιλβωτήρια, τα καζάνια που επεξεργάζονταν τα υπολείμματα των στυμμένων σταφυλιών και παρήγαν το τσίπουρο και το οινόπνευμα δεν υπάρχουν πια παρά σαν απολιθωμένα ερειπωμένα μνημεία μιας άλλης εποχής όχι και τόσο μακρινής προς τη δική μας, ενώ οι πατόζες, οι αλωνιστικές μηχανές δηλαδή αντικαταστάθηκαν από τις τερατώδεις θεριζοαλωνιστικές που έφεραν την Ανδραβίδα στις πρώτες θέσεις της κινητής βιομηχανίας στην Ελλάδα, όπως φαίνεται στους καταλόγους του Υπουργείου Βιομηχανίας της δεκαετίας του 1960.
΄Όλες αυτές οι αλλαγές, μικρές ή μεγάλες, άρχισαν να δημιουργούν μια ισχνή και ολιγάριθμη μικροαστική τάξη την οποία ενίσχυσαν στη συνέχεια τα στελέχη των γεωργικών βιομηχανιών που εγκαταστάθηκαν την ίδια εποχή στην ευρύτερη περιοχή της Ανδραβίδας, η οποία όμως δεν κατάφερε ποτέ κι ούτε θα το καταφέρει κατά τα φαινόμενα, αφού οι περισσότερες από αυτές τις βιομηχανίες έκλεισαν οριστικά, να υποσκελίσει την κατά πολύ ισχυρότερη αγροτοεργατική τάξη που ενισχύθηκε στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα με τα πλήθη των Αλβανών, των Βορειοηπειρωτών και των Βουλγάρων που κατέκλυσαν την περιοχή και ανέλαβαν κατ’ αποκλειστικότητα από τότε τις βαριές αγροτικές και εργατικές εργασίες.
Η Ανδραβίδα στα χρόνια του Βυζαντίου ήταν ιδιαίτερα ονομαστή για τον πλούτο της και την πολυτέλεια με την οποία ζούσαν οι άρχοντές της. Το « Χρονικό του Μορέως » δηλώνει κατηγορηματικά πως « ένι η Ανδραβίδα, η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπο του Μορέως ». Στην αυλή της μιλούσαν τα Γαλλικά όπως και στο Παρίσι. Κατά τον Μαρίνο Σανούντο « η αυλή αυτή φαινόταν καλύτερη από την αυλή οποιουδήποτε μεγάλου βασιλιά ». Το ίδιο υποδηλώνει άλλωστε και το λαϊκό παραμύθι «Η Ανδραβίδα που έγινε ψαράκι» γιατί δεν ήταν δυνατόν να δοθεί το όνομα μιας πόλης ως βαπτιστικό αν αυτή δεν ήταν ένδοξη, πλούσια και δυνατή. Σ’ αυτή την αυλή όμως ζούσαν συγχρόνως και πολλοί τυχοδιώκτες, ιππότες, περιπλανώμενοι ή μη, εγκληματίες κάθε είδους, επαγγελματίες πολεμιστές, ιερωμένοι, τροβαδούροι, ποιητές, κάθε καρυδιάς καρύδι μ’ ένα λόγο, στους οποίους παραχωρούσε ο πρίγκιπας κατά την επιθυμία ή το συμφέρον του προνόμια, ιδιοκτησίες και απολαβές. ΄Έτσι η ζωή του συνόλου του ντόπιου πληθυσμού ήταν κάθε άλλο παρά παραδεισιακή, παρόλο που ήταν μαθημένοι από τη συμπεριφορά της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης τα προηγούμενα χρόνια.
Σκληρά και απάνθρωπα συμπεριφέρονταν στους δουλοπάροικους οι κατακτητές, οι Φράγκοι ευγενείς και μαζί με αυτούς και οι ντόπιοι άρχοντες που κρατούσαν μέρος της εξουσίας τους συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές αλλά και ο καθολικός κλήρος που είχε κι αυτός φεουδαρχική οργάνωση και ανάλογα προνόμια και ιδιοκτησίες. Σκληρές και απάνθρωπες ήταν οι συνθήκες διαβίωσης των υποταγμένων, η οικονομική εκμετάλλευση, η άγρια καταπίεση, οι εξευτελιστικές αγγαρείες για τη δημιουργία δημόσιων έργων, η έλλειψη κάθε σοβαρής υλικής απολαβής για κάθε είδους εργασία που προσφερόταν από αυτούς και όσον αφορά στις γυναίκες το δικαίωμα της πρώτης νύχτας για τον άρχοντα, όπως ακριβώς σε όλες τις φεουδαρχικές κοινωνίες της Ευρώπης. Για τούτο οι δουλοπάροικοι θα πρέπει να είχαν πάντα το νου τους στην εξέγερση και την ανταρσία. Και φυσικά δεν είχαν άδικο!
Από το 1262 όμως αρχίζει η σταδιακή παρακμή του κράτους και συνακόλουθα της φραγκικής κυριαρχίας της Πελοποννήσου που παρατηρείται αμέσως μετά τη σύλληψη του πρίγκιπα στη μάχη της Πελαγονίας (1259) και την τριετή αιχμαλωσία του απ’ τις δυνάμεις των Παλαιολόγων ενώ στα χρόνια της κυριαρχίας του Ιωάννη Γρανίνα (1317-1322) αρχίζει και η παρακμή της ίδιας της Ανδραβίδας. ΄Άλλωστε, ήδη από τα χρόνια της πριγκηπέσας Ιζαμπώ ως πριγκιπική κατοικία χρησιμοποιείτο τον περισσότερο καιρό το κάστρο της Καλαμάτας κι όχι το Χλεμούτσι.
Η παρακμή της πόλης ολοκληρώνεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φυσικά στο 19ο αιώνα. Ο Γάλλος ταξιδιώτης Πουκεβίλ αναφέρει στο γνωστό ταξιδιωτικό σύγγραμμά του ότι στις αρχές του 19ου αιώνα που πέρασε απ’ την περιοχή στην άλλοτε μεγαλόπρεπη πρωτεύουσα των Βιλλεαρδουίνων δεν κατοικούσαν παρά εξήντα οικογένειες Ελλήνων και εξήντα Τουρκικές κι ότι τα σπουδαία μνημεία της Φραγκικής κυριαρχίας είναι ερειπωμένα και τα αρχιτεκτονικά τους μέλη σκορπισμένα παντού σαν ποτίστρες οικόσιτων ζώων ή εντοιχισμένα σε σπίτια και εκκλησίες της περιοχής. Τα ίδια ακριβώς μαρτυρεί και ο Buchon στα 1840. Η πόλη δεν βρίσκεται στην πρώτη σειρά των οικισμών από πολιτική, στρατιωτική και οικονομική άποψη. Τη θέση της την έχει πάρει η Γαστούνη.
Στην επανάσταση του 1821 παίζει κι αυτή το ρόλο της με τα στρατιωτικά τμήματα που οργανώνει ο οπλαρχηγός Καπετάν-Κωνσταντής Ανδραβιδιώτης, συνεργάτης και φίλος του Κολοκοτρώνη και άσπονδος εχθρός των κοτζαμπάσηδων. Ο Καπετάν-Κωνσταντής δίνει παντού το παρόν: στις Πόρτες της Αχαΐας, στο Σανταμέρι, στον Πύργο, στο Χλεμούτσι, στο Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία των Τούρκων και όπου αλλού το απαιτεί ο αγώνας. ΄Έχει ξεκινήσει τον πόλεμό του κατά των Τούρκων από τα προεπαναστατικά κιόλας χρόνια και γι’ αυτό, κυνηγημένος απ’ τους κατακτητές, είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο και κατετάγη κι αυτός, όπως και πολλοί άλλοι ΄Ελληνες, στον Αγγλικό στρατό. Εκεί γνώρισε και τον Κολοκοτρώνη.
Η Ανδραβίδα μαζί με τη Γαστούνη και τα υπόλοιπα χωριά του Κάμπου αναλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος από το βάρος του επισιτισμού των επαναστατικών τμημάτων και των πολιορκημένων Μεσολογγιτών. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη της υπόλοιπης πεδινής Ηλείας και λεηλατείται άγρια στα 1825 από τα ακαταμάχητα στίφη του Ιμπραήμ που οι Ανδραβιδιώτισες, γυναίκες σκληρές, μαθημένες στη βιοπάλη, τους αντιστέκονται με επιτυχία για μια ολόκληρη μέρα κλεισμένες στο ιερό της Αγίας Σοφίας, ζωσμένες τα’ άρματα των ανδρών τους και τους αποκρούουν. ΄Όταν οι άνδρες θα επιστρέψουν το σούρουπο απ’ τα χωράφια οι Αιγύπτιοι θα έχουν φύγει και οι γυναίκες θα έχουν επιστρέψει και πάλι στην κουζίνα τους για να ετοιμάσουν το βραδινό τους.
Με το ψήφισμα της 13ης Απριλίου του 1828 του ελεύθερου πια Ελληνικού κράτους η Ανδραβίδα υπάγεται διοικητικά στην επαρχία της Γαστούνης, όπως και ολόκληρος ο Κάμπος άλλωστε, που μαζί με την επαρχία του Πύργου θα αποτελέσουν την ΄Ηλιδα. Αργότερα η ΄Ηλις και η Αχαΐα θα αποτελέσουν τον ενιαίο νομό της Αχαιοήλιδος.
΄Όμως η παρακμή είναι πια οριστική. Κατά τον Γερμανό ιστορικό της Φραγκοκρατίας Μίλερ η Ανδραβίδα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα «είναι ρυπαρόν χωρίον, όπερ ο περιηγητής διέρχεται δια του σιδηροδρόμου καταβαίνων εις Ολυμπίαν». Μια μικρή ανάπτυξη της έδωσε το τρένο που τη σύνδεσε στο τέλος του 19ου αιώνα με τον Πύργο, την Πάτρα και την Αθήνα, αν και λόγω τοπικών αντιδράσεων δεν έγινε ποτέ σιδηροδρομικός κόμβος.
Η παρακμή αυτή της πόλης συνεχίστηκε και στον 20ο αιώνα οπότε αντιμετώπισε πολλά δεινά από τους πολέμους, εμφύλιους και εθνικούς. Μετά το 1950 η μαζική μετανάστευση στην Αμερική, στην Αυστραλία και αργότερα στη Γερμανία της έδωσε το οριστικό της χτύπημα. Τα δεινά των πολέμων, η μισαλλοδοξία των αντιπάλων, η αναγκαστική απαλλοτρίωση δέκα χιλιάδων περίπου στρεμμάτων καλλιεργήσιμης έκτασης για τις ανάγκες του στρατιωτικού αεροδρομίου, η έλλειψη υποδομών και επενδύσεων ανάγκασαν πάρα πολλούς κατοίκους και μάλιστα νέους να μεταναστεύσουν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας και μάλιστα στην Αθήνα όπου μια άλλη Ανδραβίδα ζει στο δικό της ρυθμό και με τη νοσταλγία της παλιάς.
Μια κάποια αναγέννηση φάνηκε ότι θα δημιουργούσε η λειτουργία του φράγματος του Πηνειού και οι νέες καλλιέργειες που εισήχθησαν εξαιτίας του στην περιοχή. Τώρα όμως, εν έτει 2009, εξαντλήθηκε εντελώς η δυναμική τους και ο αγροτικός πληθυσμός βαδίζει εντελώς αβοήθητος, όπως πάντα άλλωστε, σε νέους δρόμους, τους οποίους αγνοεί και κανείς δεν του δείχνει τι πρέπει να κάνει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον του καθώς και για το μέλλον της περιοχής.
Μερικές παρατηρήσεις ακόμη για τους κατοίκους, το χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά τους και τη ζωή τους από προσωπική και μόνο παρατήρηση: Η ζωή και ο χαρακτήρας των Ανδραβιδαίων παρουσιάζει αρκετές και σημαντικές ιδιορρυθμίες, διαφέρει δηλαδή ριζικά από τη ζωή και τον χαρακτήρα των κατοίκων της γύρω περιοχής. Μερικές από τις ιδιορρυθμίες αυτές, όπως π.χ. η βεντέτα, που ίσχυσε σχεδόν μέχρι το 1960, η σκούφια, ένας τύπος της οποίας κατασκευαζόταν μόνο εδώ, κάποιοι άλλοι κανόνες αυστηρής συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες, η φιλόξενη διάθεση, η παθολογική αγάπη προς το άλογο, η αυστηρότητα των ηθών είναι μοναδικές. Πολλά έχουν ενδεχομένως συντελέσει σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη διαμόρφωση της σκέψης του, όπως η κλειστή αγροτική κοινωνία στην οποία έζησαν επί αιώνες, η παράδοση των ιπποτών του μεσαίωνα και του πνεύματός τους που άφησαν παρακαταθήκη στον τόπο, οι μεγάλες διαφορές των ιδιοκτησιών ως προς την έκτασή τους, η αυστηρά πατριαρχική συγκρότηση που διατηρήθηκε αναλλοίωτη σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του 1960 και η μαζική εισβολή άλλων πληθυσμιακών στοιχείων, κυρίως από τη Ζάκυνθο. Στην Ανδραβίδα βρήκαν ασφαλές καταφύγιο πολλοί Ζακυνθινοί που έφυγαν απ’ την πατρίδα τους είτε από φτώχεια, οπότε έψαχναν στον εύφορο τόπο για δουλειά είτε για κάποιο έγκλημα τιμής, για ν’ αποφύγουν τις συνέπειες και πολλές φορές το αταίριαστο της σχέσης τους (περίπτωση αιμομιξίας ). Ούτως ή άλλως όμως οι Ζακυνθινοί που εγκαταστάθηκαν εδώ, στο γόνιμο και αποδοτικό κάμπο, ήταν πάντοτε οι φτωχοί γιατί οι πλούσιοι κατέφευγαν στην Αθήνα ή την Πάτρα. Οι ιδιορρυθμίες αυτές αποτέλεσαν τελικά έναν ιδιαίτερο και αυστηρό και απαραβίαστο κώδικα συμπεριφοράς, ζωής, διασκέδασης, ενδυμασίας, εργασίας κ.λ.π.
Ο Ανδραβιδαίος γενικά χαρακτηρίζεται από φιλοτιμία, φιλόξενη και φιλόπρωτη διάθεση, είναι γλεντζές, δεν δέχεται εύκολα προσβολές και τις ανταποδίδει αμέσως, αν τις δεχτεί, είναι ευέξαπτος, ευερέθιστος, φτάνει ως το έγκλημα για λόγους τιμής χωρίς να το πολυσκεφτεί, ξεσυνερίζεται εύκολα τον άλλον (π.χ. όταν άρχιζε ένας τον τρύγο και μάλιστα από τα’ αφεντικά, τον άρχιζαν την ίδια στιγμή και οι υπόλοιποι ακόμα κι αν τα σταφύλια δεν είχαν ωριμάσει αρκετά), μιμείται πάντα το διπλανό του στον επαγγελματικό τομέα, αγαπάει παθολογικά τα άλογα και τη γυναίκα παρόλο που την υποτιμάει ως ον και θεωρεί ως κύριες αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον άνδρα την ευγένεια, τη λεβεντιά και την τιμή.
Αυτά βέβαια ίσχυαν για τους παλαιότερους όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα πράγματα και οι άνθρωποι άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αλλάζουν. Πολλά παιδιά άρχισαν ν’ ακολουθούν σπουδές στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα πολλά κορίτσια, γεγονός αδιανόητο για τα προηγούμενα χρόνια. Στο τέλος της δεκαετίας αυτής ιδρύθηκε και το Γυμνάσιο και δέκα χρόνια περίπου μετά το Λύκειο, τα μαθήματα των οποίων παρακολουθούν πια το σύνολο των παιδιών εκτός από εκείνα φυσικά που αντιμετωπίζουν εγγενείς αδυναμίες ή οικογενειακή αδιαφορία.
Γενικά όμως ο Ανδραβιδαίος είναι συντηρητικό άτομο κι ως ένα σημείο αδιάφορο για την πολιτική γι’ αυτό και επικρατούν σχεδόν πάντα στην τοπική πολιτική σκηνή μέτριοι από κάθε άποψη άνθρωποι. Παρόλο τον συντηρητισμό τους όμως οι Ανδραβιδαίοι δεν ακολούθησαν ομαδικά και με φανατισμό τα τάγματα ασφαλείας στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής, ίσως και λόγω εγωισμού, ενώ σε άλλα χωριά του κάμπου το φαινόμενο ήταν μαζικότερο. Επίσης και το αντάρτικο δεν στρατολόγησε παρά λίγους σε σύγκριση πάντα με τον πληθυσμό της πόλης. Τούτο ίσως να οφείλεται στην αντίδραση των μεγάλων οικογενειών που επηρέαζαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν ακόμη τα πράγματα αλλά και στην αδυναμία του Ανδραβιδιώτη να θέσει με ευκολία τον εαυτό του υπό τις διαταγές των άλλων. Γενικά ταγματασφαλίτες και αντάρτες έγιναν νέοι που ένιωθαν λιγότερο ή καθόλου τις δεσμεύσεις των παραδοσιακών κανόνων της κοινωνικής ζωής ή είχαν παραβατική συμπεριφορά.
Ο μεγάλος ταξιδευτής της νεοελληνικής λογοτεχνίας Νίκος Καζαντζάκης, περαστικός από την Ηλεία στα χρόνια του μεσοπολέμου, είδε με τη σίγουρη ματιά του προσεκτικού παρατηρητή πολλά πράγματα παρά το λίγο που έμεινε στον τόπο. Γράφει χαρακτηριστικά στο κεφάλαιο «Μοριάς» της σειράς «Ταξιδεύοντας»: « ΄Έφτασα στην Ανδραβίδα, τη μεσαιωνική δοξασμένη πρωτεύουσα των Φράγκων. Οι φράγκικες εκκλησιές της χάθηκαν, τις εκατάπιε η γης, οι τάφοι που ήταν εδώ των πριγκίπων του Μοριά, των τριών πρώτων Βιλλεαρδουίνων, αφανίστηκαν κι αυτοί. Τώρα στα καφενεία, οι άνθρωποι παίζουν χαρτιά, οι γυναίκες, τραχές, ταγαριασμένες, σκύβουν στην ξαπλωμένη στα χωράφια σταφίδα και κάπου κάπου σέρνουν μια φωνή στριγκιά. Είναι αγέλαστες, αυστηρές, δουλεύουν ακατάπαυτα, κοιτάζουν τον ξένο δίχως χαμόγελο. Το χαμόγελο είναι εδώ από τα πιο σπάνια φαινόμενα. Κάποτε γελούν δυνατά, μα σχεδόν πάντα τα μούτρα είναι σκυθρωπά και κατεβασμένα».
Σήμερα όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα κι οι σύγχρονοι νέοι της Ανδραβίδας διαβάζουν με απορία, με μια δόση συγκατάβασης και ειρωνείας όσα αναφέρει ο μεγάλος συγγραφέας για τους όχι και τόσο μακρινούς προγόνους τους. Εκείνο βέβαια το «οι άνθρωποι» λες και οι γυναίκες ανήκουν σε κάποιο άλλο είδος της δημιουργίας, πώς να το αντέξουν οι σημερινοί άνθρωποι και να μην κουνήσουν το κεφάλι τους συμπονετικά για τα μυαλά που υπήρχαν κάποτε.
Οι κάτοικοι, ανάλογα με την κοινωνική τάξη ή ομάδα στην οποία ανήκαν, σύχναζαν και στα αντίστοιχα στέκια χωρίς να έρχονται σε άμεση επαφή η μία με την άλλη. Οι εργάτες γης και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οι ακτήμονες και τα περιθωριακά στοιχεία της πόλης σύχναζαν στις παραδοσιακές ταβέρνες που σήμερα έχουν λιγοστέψει σημαντικά και τείνουν προς την εξαφάνιση. ΄Ήταν δε οι παραδοσιακές ταβέρνες μισοσκότεινα οικήματα όπου σερβίριζαν κρασί ξεροσφύρι και καμιά φορά με λίγο ρέγγο, σαρδέλα ή ελιά. Εννοείται ότι από τους χώρους αυτούς αποχωρούσαν οι θαμώνες τους σχεδόν πάντα μεθυσμένοι. Στην επιλογή της ταβέρνας κύριο ρόλο έπαιζε η ποιότητα του κρασιού και η δυνατότητα να πιει κανείς με πίστωση γιατί μετρητά δεν υπήρχαν πάντα στην τσέπη. Οι νοικοκυραίοι πήγαιναν εκεί μόνο όταν ήθελαν να βρουν εργάτες για τα χτήματα ή τις δουλειές τους.
Η πολιτική έμενε πάντα έξω από τις ταβέρνες γιατί το κρασί και τα έντονα οικονομικά προβλήματα δεν άφηναν πολλά περιθώρια για πολιτικολογία και συζήτηση, οι πολιτικοί όμως τις επισκέπτονταν καμιά φορά «προς άγραν ψηφοφόρων» παρόλο που ο συνηθισμένος τρόπος ήταν να κερδίσουν τις επιφανείς κυρίως οικογένειες που με τη σειρά τους επηρέαζαν τους ψηφοφόρους και τους υποχρέωναν με τον τρόπο τους να ακολουθούν τις επιλογές τους. Στις ταβέρνες περίσσευε η ανθρωπιά κι ο ανθρώπινος πόνος και καμιά φορά λόγω των έντονων αναθυμιάσεων του οίνου και η έξαψη ή και η ένταση. Κατά καιρούς σύχναζαν εκεί και οι χασικλήδες και τότε ο χώρος ντουμάνιαζε και με άλλου είδους αναθυμιάσεις.
Στα καφενεία σύχναζαν οι επαγγελματίες, όταν δεν είχαν δουλειά, οι τεμπέληδες, οι αργόσχολοι, οι χαρτοπαίχτες, οι πολιτικάντηδες και το αρχοντολόι. Εδώ σερβιριζόταν κυρίως ρακί, καφές και αναψυκτικά και οι θαμώνες συζητούσαν ή έπαιζαν χαρτιά και τάβλι. Στο καφενείο του Γιογκαράκη που δεν υπάρχει πια σερβιριζόταν μόνο ρακί. Στα καφενεία οργάνωνε τις πλεκτάνες του το αρχοντολόι αν και μετά το 1960 τα εγκατέλειψαν μαζί με τους ελάχιστους εγγράμματους και μαζεύονταν πια στο φαρμακείο. ΄Έτσι, απέφευγαν τον ανεπιθύμητο συγχρωτισμό με τα λαϊκότερα στρώματα του τόπου.
Από τα καφενεία ξεκινούσαν πολλές φορές και οι βεντέτες μεταξύ των πολιτών, πολλές φορές από ασήμαντους λόγους, όπως π.χ. η άρνηση ή η αδυναμία κάποιου να πιει το ρακί που τον κερνούσαν. Αυτό εθεωρείτο μεγάλη προσβολή που ξεπλενόταν μόνο με το αίμα. Η βεντέτα βασικά ήταν προνόμιο των μεγάλων οικογενειών και τις περισσότερες φορές ξεκινούσε για λόγους ηθικής ή εξ αιτίας κτηματικών διαφορών και συνήθως γινόταν μπροστά στα μάτια όλων, μέρα μεσημέρι, σαν ένα είδος θεσμοθετημένης μονομαχίας και σπανιότερα στα κρυφά. Στην περίπτωση αυτή όλοι ήξεραν ποιος έκανε το φονικό αλλά κανένας δεν μιλούσε μέχρι ν’ αποκαλυφθεί στην πράξη ο δράστης με την απάντηση από την οικογένεια του θύματος κι η αλυσίδα του αίματος δεν είχε τελειωμό. ΄Όλοι οπλοφορούσαν και κανείς ποτέ δεν τολμούσε να μπει μπροστά σε μια βεντέτα και να την σταματήσει γιατί τότε θα τον έπαιρνε κι αυτόν η σφαίρα. Η βεντέτα μας φέρνει στη μνήμη ξεχασμένα φραγκικά έθιμα του μεσαίωνα, η πληροφορία όμως ότι οι περισσότερες από τις οικογένειες που την ασκούσαν κατάγονταν από Τούρκους μας αναγκάζει να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού. Η τελευταία βεντέτα έγινε τη δεκαετία του 1950 και έκτοτε ο πληθυσμός ησυχάζει. Ευτυχώς, το έθιμο αυτό ανήκει πια στην Ιστορία. Οι σημερινές κοινωνικές και άλλες συνθήκες δεν επιτρέπουν πια την ύπαρξή της.
Ανδρέας Φουσκαρίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου