Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Ανδρέα Φουσκαρίνη; «Φρυκτωρίες» - Ποίηση

Της Λίτσας Δαμουλή-Φίλια

Ο ποιητής Ανδρέας Φουσκαρίνης αυτή τη φορά διάλεξε τον τίτλο Φρυκτωρίες για την ποιητική συλλογή που πρόσφατα εξέδωσε από τις εκδόσεις του Γιώργου Δημητρόπουλου «Βιβλιοπανόραμα», 2010. Οι φρυκτωρίες στην αρχαιότητα ήταν η μετάδοση σημάτων με πυρσούς κατά τη νύχτα σε μακρινές αποστάσεις.
Μα την αλήθεια ωραίος τρόπος για να μεταδίδεις σήματα μακριά, με σιωπηλό τρόπο, κι ο καθένας ας το πάρει όπως θέλει… Κάτι αντίστοιχο έκαναν και οι Ινδιάνοι στους λόφους της Αμερικής κάποτε.
Είναι ένας τρόπος σιωπηλής διαμαρτυρίας η ποίηση του Φουσκαρίνη, διαποτισμένη με έντονη ειρωνεία για τους θεσμούς και οτιδήποτε καλοβολεμένο και ψεύτικο κοινωνικά. Ο Φουσκαρίνης αναφέρεται σε νοικοκυρές βαλτωμένες στη δήθεν τάξη του σπιτιού τους, στους πολιτικούς κυρίως, στις πόρνες που θέλουν ν’ αλλάξουν ζωή, στους αυτοπυρπολούμενους ποιητές. Ακόμη και με τον ΄Όμηρο τα βάζει που δεν αφήνει ήσυχο τον «πολυμήχανο» Οδυσσέα στις θάλασσες, και τελειώνει τη ζωή του σ’ ένα «ρημαγμένο χωριό», στο ποίημα «Οδυσσέως απόλογος». Για τον Φουσκαρίνη είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο, παράλογο, και συμφωνεί μάλλον με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο σχετικά με τις «Ιθάκες» και τις νοσταλγίες τους… κι όχι τόσο με τον Καβάφη. Σαρκασμός μέχρι μηδενισμού από τον Ανδραβιδιώτη λόγιο, και μπόλικη φιλοσοφία που φυσιολογικά φέρνει η πείρα και η ωριμότητα. Η ωριμότητα δε χρειάζεται απολογία ούτε αποδείξεις ούτε ντροπές, αναστολές και μισόλογα. Αναζητά στο κάθε τι την ουσία και την ποιότητα.
Οι Ηλείοι για παράδειγμα κουράστηκαν από τις υποσχέσεις και «τα κούφια λόγια τα μεγάλα» των πολιτικών, έτσι προέκυψε από τον Φουσκαρίνη το ποίμα «Ο κουμπάρος»;
« Ο χωρικός
Με τη νταμιτζάνα στο χέρι
Και το ταγάρι παραμάσχαλα
Πήγε να δει το βουλευτή του
Και να του ευχηθεί τα βέλτιστα
Στο πολυτελές του γραφείο
Της πλατείας Κολωνακίου»
………………………………
Γνωστή αυτή η φιγούρα του ευκολόπιστου αγρότη που ανεβαίνει στο τραίνο φορτωμένος όλα τα καλά από τον κόπο του για τον δήθεν κουμπάρο και πολιτικό στην Αθήνας. Η Ηλεία και η Αθήνα. Τι αντιπαράθεση! Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί! Ο πολιτικός τον αγνοεί συστηματικά. Πόσες φορές τη γέλασαν την Ηλεία, της έταξαν και της τάζουν (πριν και μετά τις πυρκαγιές), από την εποχή των παππούδων μου ακόμη, απ΄ όσο θυμάμαι τουλάχιστον.
Αλλά κι αλλού το θέατρο συνεχίζεται, «η παράσταση» καλά κρατεί:
«Την περίμεναν όλοι με αδημονία.
΄Όμως δεν έγινε ποτέ, γιατί η νομάρχις
Μεταμορφώθηκε σε πιανίστρια παρωχημένης εποχής»
……………………………………………………
Μάστιγα τηε εποχής οι πολιτικοί με τις φανφάρες τους στις μεγάλες πλατείες και την κενότητα των λόγων τους κατάντησαν μισητοί από το λαό. Στο ποίημα «Τα λόγια του πολιτικού» γράφει ότι όλα αυτά είναι κενά ουσίας και τίποτ’ άλλο. «Τον τελευταίο λόγο» για τον ποιητή Ανδρέα Φουσκαρίνη τον έχουν οι ποιητές. Αλοίμονο δηλαδή αν δεν υπήρχαν κι αυτοί! Οι ποιητές «ματώνουν» πρώτα και μετά φτιάχνουν ποίηση. Βιώνουν με πόνο την πραγματικότητα και τη μετατρέπουν σε τέχνη γράφει στο «Ποίημα που δεν μπορεί να γίνει ποίημα»:
«Μα έτσι θαρρείς πως χτίζονται τα ποιήματα;
Και τι είναι οι λέξεις, πέτρες κι αγκωνάρια
Να τα σωριάσεις τεχνικά το ένα πάνω στο άλλο»
…………………………………………………..
Καταφύγιο για τον ποιητή η τέχνη του. Ωστόσο η καθημερινότητα τον απορροφά, χάνει χρόνο και «μοιράζεται στα δύο» για να επιβιώσει όπως οι κοινοί θνητοί. Γράφει στην «Πληρωμή»:
«Τη νύχτα τα όνειρα οργιάζουν
την ημέρα
σκυμμένο το κεφάλι
για τον επιούσιο
……………………
Η μόνη γνήσια πληρωμή
Ο θάνατος…»
΄Έχουμε πράγματι βυθιστεί στη βιοπάλη και δεν μπορούμε να ζήσουμε αληθινά. Η παραπλάνηση από τα Μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι μεγάλη καο οδηγεί στην αποπλάνηση. Ο Φουσκαρίνης γράφει χαρακτηριστικά στο «Δείχτε μας κάτι»:
«Πορνό και καράτε
Μπαφιάσαμε.
Δείχτε μας κάτι
Πιο εποικοδομητικό
…………………….»
Ο άνθρωπος για τον Φουσκαρίνη είναι ένα ζώο με χαλινάρια που ζει συμβατικά και περιορισμένα τη ζωή του ανάμεσα στους πειρασμούς. Γράφει στο «Ταξίδι»:
«Αφήσαμε την ψυχή μας σ’ ένα παλιό καμίνι
και μπήκαμε σε χώρες λωτοφάγων
καράβια δίχως γυρισμό.
Δεν ξέρω πού φτάσαμε
-ή κι αν φτάσαμε δεν έχει σημασία
………………………………….»
Μέσα σ’ όλο αυτό τον κοσμοχαλασμό ένα μετράει για τον ποιητή και το διαπιστώνει με θλίψη και πόνο: η έλλειψη του έρωτα και της αγάπης. Στον «Παυσίλυπο ΄Έρωτα» γράφει:
«Πέρασε τόσος καιρός
Δεν ακούς πια
Τον χαμένο ρυθμό της αγάπης
Που διάβηκε το άδειο λιβάδι τα μεσάνυχτα
Και χάθηκε»
Αλλά αναρωτιέται «πώς μπορεί να στεριώσει» η ζωή «χωρίς τη ζεστασιά του μεσημεριανού αγκαλιάσματος». Ο ποιητής ψάχνει για την Ευρυδίκη του που δεν φαίνεται από πουθενά. Να ‘χει περάσει στον κάτω κόσμο και να την συναντήσει κάποτε εκεί ή όχι;
Ωστόσο η αγάπη είναι το άλας της ζωής, είναι απαραίτητη για όλους, πόσο μάλλον για τους ποιητές!
Απελπισμένα είναι τα σήματα με τους πυρσούς που στέλνει ο Φουσκαρίνης από την Ηλεία και ελάχιστα συγκινήθηκαν οι πολιτικοί, οπότε αναρωτιέται αν οι «Φρυκτωρίες» θα αποδώσουν.
Στο «Φθινοπωρινό» γράφει:
«Το τραγούδι πικρό κι η οδύνη μεγάλη
Το περίσσευμα της καρδιάς μας ελάχιστο
Και ο κόσμος σκορπίζει παντού
Σαν τα φύλλα του πλάτανου
Με τις πρώτες βροχές του φθινόπωρου»
……………………………………………
Ο ποιητής προειδοποιεί απελπισμένα μέσα από την ποιητική συλλογή του. Ανάβει πυρσούς, κάνει σινιάλο, στέλνει S.O.S. σα;ν τα καράβια σε τυφώνα. Μάλλον έχει την εντύπωση ότι το καράβι μας βυθίζεται…
21 Σεπτεμβρίου 2010
(περιοδικό «3η Χιλιετία», τεύχος 46, 2010, σελ. 36-37)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου